“Cultural Anxiety” ή το «Πολιτισμικό άγχος» σε μια πιο ελεύθερη μετάφραση, παραπέμπει στην υποκειμενική αίσθηση του ρίσκου για τον καθένα ξεχωριστά στο γεγονός ότι η εθνική του κουλτούρα θα μπορούσε να αλλάξει, ενώ η καταληκτική ανησυχία σχετίζεται με την ανάπτυξη και επιβίωση της εθνικής πολιτισμικής κληρονομιάς.

Αυτό το άγχος συνοδεύεται από το σύνδρομο του κοινωνικού άγχους, δεδομένου ότι αυτό αντλείται από την κουλτούρα σε τόπο προέλευσης και την κουλτούρα σε τόπο διαμονής. Η αγχώδης σαν ψυχική διαταραχή είναι η πιο κοινή «πάθηση» που αντιμετωπίζει το σύνολο του πληθυσμού. Μπορεί να προκληθεί τόσο από τη χώρα στην οποία διαμένουμε συνοδευόμενη από τη δική της κουλτούρα, γεγονός που πολλές φορές καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε, μιλάμε και αλληλεπιδράμε, αλλά και από την μετατόπιση σε άλλη κουλτούρα, αφού δεν είναι πάντα εύκολη η μετάβαση. Δεδομένα από κάποιες μαρτυρίες -γιατί προσωπικά δεν έχω βιώσει κάποια έντονη αλλαγή στα πλαίσια κουλτούρας και συνηθειών- δείχνουν ότι η μετάβαση προκαλεί άγχος και συνεχή επαγρύπνηση για μεγάλο χρονικό διάστημα για όσους για παράδειγμα τείνουν να μετακομίζουν σε κάποια ξένη χώρα για δουλειά ή σπουδές.

Αν όμως σκεφτούμε σε ένα μικρότερο πλαίσιο πώς συμπεριφερόμαστε σε παρόμοιες συνθήκες μπορούμε να αναλογιστούμε ότι σε κάποιες στιγμές κρίσης, όταν αναγκαζόμαστε να αλλάξουμε τα στάνταρ μας, κινούμαστε έξω από τη ζώνη ανεσής μας. Τέτοιες μετατοπίσεις συνδέονται και με μετατοπίσεις της διάθεσής μας. Οι απότομες αλλαγές συνήθως οδηγούν και σε σύνδρομο κατάθλιψης, κατάσταση που μας καθιστά απομονωμένους και απόμακρους. Ο χρόνος πολλές φορές λειτουργεί επικουρικά στην προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Και ανά περιπτώσεις δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι οδηγοί για να βοηθήσουν, αλλά υπάρχει έντονη λογοκρισία όταν κάποιος φέρει κάποια «πρωτότυπα» πολιτισμικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα κάποια ενδυμασία ή τρόπο ομιλίας.

Για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, καλύτερο θα είναι να είμαστε αρωγοί ο ένας για τον άλλον και όχι κριτές, προκειμένου να εγκλωβίζουμε άλλους αναφορικά με τρόπους έκφρασης ή συμπεριφοράς. Επιπλέον, επιπρόσθετος παράγοντας αναλογικά με τη λογοκρισία είναι και τα social media. Πλέον, είναι η μια αποκλειστική θα λέγαμε δίοδος για κάποιον ώστε να ξεφύγει από περίγυρο που έχει βλαπτική επίδραση στην ψυχολογία του. Όμως κι εκεί λόγω της προβολής στερεοτύπων, αναδύονται συνεχώς νέες ανάγκες με νέα πρότυπα σε χώρο κατανάλωσης και μάρκετινγκ. Η συνεχής ανάδειξη ιδανικών προτύπων για συνήθειες, τις οποίες είτε για λόγους υγείας, είτε για λόγους ρουτίνας κάποιοι δεν μπορούν να ακολουθήσουν, απομονώνουν τα άτομα και τα αποξενώνουν από κοινωνικά δίκτυα.

Η αρνητική επίδραση στο κομμάτι αυτό προφανώς και επιδρά και σε τομείς της καθημερινότητάς μας, όπως η εργασία και οι ανθρώπινες σχέσεις. Τείνουμε να μην είμαστε ευχάριστοι και να φερόμαστε «εγωιστικά», όντας προσηλωμένοι στα του εαυτού μας, χωρίς να δίνουμε σημασία σε περιπτώσεις χειρότερες από τις δικές μας που πιθανότατα να χρίζουν φροντίδας και ενδιαφέροντος. Τείνουμε να γινόμαστε υλιστές, προσπαθώντας να αποκτήσουμε τα απαραίτητα αγαθά,προκειμένου να γινόμαστε αποδεκτοί. Αυτή πιστεύουμε ότι είναι η ουσία: να είμαστε αποδεκτοί, χωρίς να γινόμαστε αρωγοί.

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.