Ένα πράγμα με το οποίο έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά ένα παιδί είναι ο αθλητισμός. Ο αθλητισμός προσφέρει ευχαρίστηση, ικανοποίηση και ευεξία όταν διαδραματίζεται σε «υγιείς» συνθήκες. Όμως υπάρχουν καταστάσεις που το παιδί καλείται σε ένα απώτερο μέλλον να καλύψει το ψυχικό κενό όταν παραγκωνίζεται από αυτό τον κλάδο.

Κάθε παιδί προσπαθεί μέσω του αθλητισμού να κοινωνικοποιηθεί, να ενταχθεί σε μια ομάδα και να νιώσει ευπρόσδεκτο. Εκτός από μοχλός κοινωνικοποίησης, ο αθλητισμός χαρίζει εκείνη την ικανοποίηση που αναζητά ο καθένας σε διάφορες ηλικίες αναφορικά με το σώμα του. Η ευχαρίστηση και η συμμετοχή, τόσο σε ομαδικά, όσο και ατομικά αθλήματα προϋποθέτει καλή σωματική κατάσταση για να μπορεί το παιδί να ανταπεξέλθει στο επίπεδο που επιθυμεί. Και βέβαια, ο κοινωνικός ρατσισμός δεν εκλείπει από τους χώρους κοινωνικοποίησης των παιδιών που άλλοτε αποτελούν προσομοίωση ανταγωνιστικών προτύπων και άλλοτε κατάλληλο περιβάλλον για την συμμετοχή όλων. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα παιδιά, μέσα από το χώρο αυτό, όντας σε διαδικασία κατασκευής της προσωπικής του ταυτότητας δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν και είτε κλείνονται στον εαυτό τους, είτε καταφεύγουν στη σωματική επαφή για να αποκαταστήσουν την αδικία προς το πρόσωπό τους.

Καθώς μεγαλώνει ένα παιδί, αναζητάει περισσότερο τη βελτίωσή του τόσο σωματικά όσο και τεχνικά για να ακολουθήσει το ρυθμό ενός συλλόγου σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Η προσπάθεια δεν ανταμείβεται πάντα και αυτό λειτουργεί για κάποια παιδιά ανασταλτικά και για κάποια άλλα σαν κινητήριος παράγοντας για αγώνα δρόμου για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Επιπλέον, τα παιδιά μπορεί να μην καταλαβαίνουν κάποια πράγματα, όμως αντιλαμβάνονται την αδικία και την έλλειψη διαφάνειας. Σε αυτά ισχύει ο «νόμος» που ορίζει την πράξη σαν απόδειξη της εμπιστοσύνης και τα λόγια σαν μια πρωταρχική κινητήρια δύναμη. Οι απαιτήσεις των συλλόγων καθώς και των προπονητών δε φαίνονται πάντοτε ξεκάθαρες και για αυτό δεν κατέχουν σταθερό κορμό αθλητών. Συνεπώς, πολλά παιδιά παραγκωνίζονται από έναν χώρο που τους προσφέρει ψυχική ικανοποίηση και μια διαφορετική διαπαιδαγώγηση. Δυστυχώς, ο ρόλος του προπονητή, εκτός από αυτόν του καθοδηγητή σε τεχνικό και πρακτικό κομμάτι, διευρύνεται και σε παιδαγωγικό επίπεδο. Ο ορισμός ρόλων με βάση τις δυνατότητες κάθε παιδιού είναι σημαντικό σημείο που χρειάζεται να διεκπεραιωθεί σε συζήτηση με καθένα από αυτά.

Επόμενος παράγοντας είναι οι γονείς κάθε παιδιού και οι πρωτοβουλίες αναφορικά με το κομμάτι της καθοδήγησης. Οι ίδιοι, έχοντας την διάθεση να βοηθήσουν και να προστατεύσουν το παιδί τους από τοξικά περιβάλλοντα αναμειγνύονται στη σχέση συλλόγου και παιδιού. Αυτή είναι μια φυσιολογική αντίδραση, αλλά οι πράξεις τους δεν περιορίζονται εκεί. Συνήθως, οι συμβουλές που δίνουν οι γονείς στρέφουν το παιδί σε μια εσωστρέφεια αναφορικά με ομαδικά αθλήματα. Το εγκλωβίζουν και το κάνουν να πιστεύει ότι είναι πρωταγωνιστής αλλοιώνοντας την πραγματική ιδέα για τον εαυτό του. Το παιδί δεν καλείται να σκεφτεί τι μπορεί να προσφέρει και σε ποιο βαθμό, παρά δέχεται αφιλτράριστα ότι πρέπει να παίζει. Φρόνιμο θα ήταν κάθε γονιός να καθοδηγεί το παιδί προς την προσπάθεια και την ομαδικότητα, προκειμένου να μην καθησυχάζεται και να επιδιώκει διαρκώς τη βελτίωση με θεμιτά μέσα και όχι αθέμιτα.

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.