Η κοινωνική υπόσταση του φύλου έρχεται να αντικαταστήσει τις προκαταλήψεις που παγιώνονται γύρω από την βιολογική ταυτότητα του ανθρώπου. Στην προσπάθεια να εξυπηρετηθούν οι επιπρόσθετες ανάγκες που παράγονται κι αναπαράγονται σε ένα ευρύ πλαίσιο, διαδραματίζεται παράλληλα και φυσικοποιείται ο κοινωνικός ρόλος του ατόμου εντός των σύγχρονων μοτίβων.

Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από την αναχρονιστική θέση των δυο φύλων: του «δυνατού» και του «αδύναμου». Τα κλασικά αυτά στερεότυπα, μάλλον είναι πολύ βαθιά χαραγμένα έτσι ώστε καταφέρνουν να επισκιάζουν συνεχώς νεωτεριστικές απόψεις. Η πρωτοκαθεδρία του «δυνατού» φύλου ως διεκδικητή της τιμής του μέσω της σωματικής του δύναμης και της φυσικής του διάπλασης υπερισχύει μεταξύ σοβαρού και αστείου. Η υπεροχή του στο «αδύναμο» φύλο παρουσιάζεται ως κάτι φυσικό και κανονικό, τόσο σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων όσο σε σύγκριση με τις αρμοδιότητές τους. Ο κυνηγός άνδρας προβάλλεται ως πρότυπο ανδρείας, σύμβολο τιμής, κυριαρχικός και πατέρας-μέντορας. Η τιμή για το δικό του πρόσωπο έχει αντίκτυπο και για τη φήμη και την τιμή της οικογένειάς του στη συνέχεια των γενεών. Ο πατέρας αποτελεί φύλακας κι υπεύθυνος για τη διατήρηση ενός ηθικού άγραφου κώδικα ενώ η μητέρα-γυναίκα είναι υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών με ο, τι αυτό συνεπάγεται. Ο άνδρας επιβάλλεται να έχει τη σωματική δύναμη κι ανά περιπτώσεις, οξυδέρκεια να αναλαμβάνει δουλειές και να αντιμετωπίζει καταστάσεις στο εξωτερικό, από τον οίκο του πλαίσιο. Ο χώρος πιστοποιεί τον ρόλο του καθενός και υπάρχει διαύγεια και σαφής κατανομή αρμοδιοτήτων.

Σε αντίθεση με τη γυναίκα, η οποία παραμένει στον κλειστό χώρο του οίκου και της φυλής με περιορισμένες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης. Ο παιδαγωγικός ρόλος της γυναίκας είναι καθοριστικός για την ανατροφή του παιδιού και ορισμένες φορές, στο πέρασμα των χρόνων, ρύθμιζε, ανεπίσημα, τα οικονομικά του οίκου. Η γυναίκα, πλαισιωμένη από διάφορα ταμπού, ήταν υπεύθυνη για τη μεταβίβαση ηθικών κανόνων. Η γυναίκα, ως το σώμα που κυοφορεί, είναι υπεύθυνο για την αναπαραγωγή και την υγεία του νεογέννητου. Σε άλλες χώρες, μερικές που ετεροπροσδιορίστηκαν ως «πρωτόγονες», οι γυναίκες εγκλωβίζονται κοινωνικά από παραβάσεις κι από ρουχισμό ως σύμβολο ήθους. Συνεπώς, η γυναίκα σήμαινε την απόρροια των κανόνων που πρέσβευε το «δυνατό» φύλο.

Σύμφωνα με τα σύγχρονα δεδομένα, οι ρόλοι δεν περιορίζονται σε χώρους και βιολογικούς φραγμούς, ή τουλάχιστον γίνεται μια σαφής προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Η κοινωνική υπόσταση των δύο φύλων (gender κατά κόσμον) προέρχεται από τις ανάγκες που συνεχώς αλλάζουν κι επισκιάζουν τις βασικές. Οι ηθικοί κανόνες, δεδομένου ότι και οι δυο γονείς εργάζονται, εξαρτώνται από τον ρόλο του σχολείου. Όχι αποκλειστικά, αλλά σε ένα μεγάλο μέρος. Οι ανάγκες έχουν πολλαπλασιαστεί και ο χρόνος πλέον θεωρείται περιορισμένος. Οι σχέσεις έχουν ρευστοποιηθεί αν και δυστυχώς τα στερεότυπα υπάρχουν και θα συνεχίζουν να υπάρχουν. Και οι δυο, τυπικά, μοιράζονται ίσες ευκαιρίες σε χώρο εργασίας, ίδιες ευκαιρίες σε εκπαίδευση και τα ίδια προνόμια.

Όμως, η ισότητα πάντα προβληματίζει και οι καχυποψίες υπάρχουν διαρκώς. Σίγουρα οι γυναίκες, ακόμα και τώρα, καλούνται να επιστρέψουν σε κάποιες θέσεις που θυμίζουν αναχρονιστικές: ανατροφή και «μεγάλωμα» παιδιών, επαγγελματίες ή καριερίστες και κλήση σε υπερωρίες στα πλαίσια εργασίας. Συνεπώς, ο διχασμός μεταξύ των φύλων επέρχεται συχνά στα πλαίσια επαγγελματικής κινητικότητας ή συνεργασίας. Η μετάβαση στο κοινωνικό φύλο δημιουργεί χώρους, αλλά κι ανάγκες ανάλογες αλλά κι αντιστρόφως ανάλογες: κάτι χάνει κανείς, κάτι κερδίζει.

 

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου