«Καινούρια μέρα σε λίγο αρχίζει, το ξυπνητήρι τρελά χτυπά», που λέει κι ο Χουζούρης ενώ έχεις πιάσει αγκαλιές με την κουβέρτα και το μαξιλάρι και δε θες με τίποτα να αποχωριστείς το κρεβάτι σου. Κι αν έχεις την τύχη να μη χρειαστεί να επέμβουν τα μεγάλα μέσα (δηλαδή η μάνα σου) για να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι, τότε κάπως σώζεται το θέμα.

Το πρωινό ξύπνημα είναι από μόνο του μια απάτη, εδώ η Ελληνίδα μάνα που φημίζεται για την αγάπη και την αφοσίωσή της κι επί χρόνια κάθε μέρα μας λέει ψέματα! Γιατί ενώ είναι επτά και τέταρτο, επιμένει να μας λέει πως είναι οκτώ παρά τέταρτο; Καρδιακούς από μικρούς θέλουν να μας κάνουν; Και στην τελική, είναι τώρα αυτός ωραίος τρόπος για να ξυπνήσει άνθρωπος, με άγχος;

Δε φτάνει που πρώτη ώρα ξεκινά με εκείνη την αυστηρή που διδάσκει αρχαία κι αν ακούσει κιχ ρίχνει αποβολές, δε φτάνει που όλη ημέρα ξέρεις πως θα τρέχεις σαν τρελός, έχεις και το τόσο πρωινό ξύπνημα, λες και δεν μπορούσαμε να μεταφέρουμε τα βασανιστήριά μας ένα διωράκι αργότερα. Νύστα σε όλο της το μεγαλείο. Και πώς να μη νυστάζεις όταν αναγκαστικά κοιμήθηκες αργά για να βγάλεις την ύλη και να προετοιμαστείς για το διαγώνισμα;

Η καθημερινότητα ενός μαθητή –ειδικά ενός μαθητή λυκείου– στην Ελλάδα είναι το λιγότερο βάρβαρη. Τα παιδιά αναγκάζονται να ξυπνάνε το αργότερο επτά η ώρα το πρωί. Αν κιόλας μένουν σε σχετικά μακρινή απόσταση απ’ το σχολείο τους κι αν χρειάζεται να πάρουν και τα μέσα για να φτάσουν, δεν είναι λίγες κι οι φορές που σηκώνονται αξημέρωτα.

Ένα, τάχα μου, εκπαιδευτικό επτάωρο ακολουθεί, με πολλούς απ’ τους καθηγητές να ‘ναι παντελώς ακατάλληλοι για να συναναστρέφονται παιδιά, πόσο μάλλον για να τα διδάξουν. Άλλοι ξεσπούν τα κόμπλεξ τους, άλλοι βαριούνται τη ζωή της και δίνουν το παρόν στις σχολικές αίθουσες διεκπεραιωτικά και κάποιοι άλλοι (λιγότεροι δυστυχώς) βρίσκονται εκεί με διάθεση κι αγάπη για το επάγγελμά τους, μεταφέροντας τις γνώσεις τους με κατανόηση και σεβασμό. Άνθρωποι με το ταλέντο της μεταδοτικότητας, εξηγούν με υπομονή και δεν ξεχνούν πως κάποτε πέρασαν κι αυτοί απ’ την εφηβεία. Ευγενικοί, χαμογελαστοί και με χιούμορ είναι οι εξαιρέσεις, οι καθηγητές που πάντα θυμόμαστε.

Και κάποτε, με πολύ κόπο, απροειδοποίητα τεστ, παρατηρήσεις και φωνές ή κάπως πιο ανεχτικά κι ευχάριστα, οι ώρες περνούν και τελευταίο κουδούνι χτυπά. Αυτό, όμως, σίγουρα δε σηματοδοτεί το τέλος της μέρας σου. Πας σπίτι κι αν είσαι τυχερός μπορεί να πρόλαβε να μαγειρέψει κανείς πριν φύγει για δουλειά, αλλιώς θα φτιάξεις κάτι πρόχειρο μέχρι να φάτε το απόγευμα. Κάνεις ένα γρήγορο ντους, σκέφτεσαι να κοιμηθείς, αλλά δεν υπάρχει χρόνος και το μισαωράκι που σου απομένει μάλλον περισσότερο θα σε κούραζε, παρά θα σε ξεκούραζε. Να αρχίσεις διάβασμα, αλλά με τι απ’ όλα θα ξεκινήσεις;

Πάνω-κάτω, απ’ την ώρα που σχολάει ένας μαθητής (γυμνασίου/λυκείου) έχει μία με δύο ώρες ώσπου να πρέπει να φύγει πάλι για το φροντιστήριο. Αγγλικά, γαλλικά ή γερμανικά, μαθηματικά ή αρχαία κατεύθυνσης, λατινικά ή χημείες και βιολογίες είναι μερικά απ’ τα μαθήματα που οι γονείς αγκομαχούν να πληρώσουν, μιας και στο σχολείο (λόγω συνθηκών ή και προθέσεων) δε γίνεται η δουλειά που θα έπρεπε να γίνει.

Το αποτέλεσμα; Περισσότερες ώρες ταλαιπωρίας για τον μαθητή, διπλό διάβασμα και χρήματα που δεν περισσεύουν απ’ τη μέση ελληνική οικογένεια αλλά πρέπει να δοθούν εκεί «για το καλό του παιδιού». Ένα παιδί/έφηβος δεκατριών με δεκαοκτώ χρόνων λείπει σχεδόν όλη τη μέρα απ’ το σπίτι του. Από χόμπι (που συνήθως διάλεξαν άλλοι γι’ αυτόν) σε ιδιαίτερα και τούμπαλιν, ξοδεύει όλο του το χρόνο σε αποστειρωμένες διδακτικές αίθουσες κι όλες τις ενδιάμεσες διαδρομές. Δεν προλαβαίνει να τραφεί σωστά, να ηρεμήσει, να χαλαρώσει, να διασκεδάσει ως παιδί.

Η βδομάδα τρέχει σε φρενήρεις ρυθμούς και τα Σαββατοκύριακα επιτέλους έρχονται, μα καταλήγουν κι αυτά να ‘ναι πιο φορτωμένα κι από καθημερινή. Ιδιαίτερα κι άλλα μαθήματα γεμίζουν τις υποτιθέμενες ώρες ξεκούρασης. Στην καλύτερη να υπάρχει ένα δίωρο αφιερωμένο σε κάποια δραστηριότητα. Χορό, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, σκάκι, ή θεατρικό παιχνίδι κι όλα αυτά, φυσικά, εφόσον και πάλι υπάρχει η οικονομική δυνατότητα.

Το εκπαιδευτικό σύστημα μας αναγκάζει από πολύ μικρή ηλικία να βρισκόμαστε με ένα ρολόι στο χέρι και να τρέχουμε από μάθημα σε μάθημα, μιας και το ίδιο είναι ανίκανο να μας δώσει ό,τι χρειαζόμαστε. Ο γονέας, έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης και προκειμένου να εξοπλίσει το παιδί του με περισσότερα εφόδια γνώσης κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να μπορεί να το στέλνει σε ιδιαίτερα και φροντιστήρια. Το πιέζει, αλλά πάντα γιατί θεωρεί πως έτσι το βοηθά.

Έτσι, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δείχνει να χωλαίνει από παντού, ο μαθητής καταντά ο πιο σκληρά εργαζόμενος -κι ας το ξεχνούν πολλοί ή κάνουν το λάθος να τους υποτιμούν. Μέσα σε αυτό το χάος, τα παιδιά παλεύουν και τρέχουν διαρκώς προκειμένου να κάνουν πράξη τα όνειρά τους -τα όνειρα που εμείς τα πείσαμε πως έχουν, αγνοώντας τις κλίσεις και τα ταλέντα τους, εστιάζοντας στις στρατιές πειθαρχημένων και δυστυχισμένων ανθρώπων που διαρκώς παράγουμε.

Συντάκτης: Μάρω Καλλιοντζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη