Για τη φυσική, η αδράνεια ορίζεται ως εξής: «Κάθε σώμα έχει την τάση να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής του κατάστασης κι επομένως της ταχύτητάς του. Συμπερασματικά, όσο μεγαλύτερη είναι η μάζα ενός σώματος, τόσο δυσκολότερα μπορεί να μεταβληθεί η ταχύτητά του». Το ίδιο ισχύει κι όταν η αδράνεια εισβάλλει στη ζωή μας έπειτα απ’ το τέλος μιας σχέσης που δώσαμε όλο μας το «είναι».

Η «μάζα» που μας καθιστά αδρανείς, είναι ο ίδιος ο πόνος που δεν έχουμε ακόμα ξεφορτωθεί κι όσο μεγαλύτερος είναι αυτός, τόσο μεγαλύτερη κι η δυσκολία να ξαναμπούμε στους ρυθμούς μας και να ξαναπάρουμε τα ηνία της ζωής μας, ώστε να επέλθει κινητικότητα. Η ψυχή μας γίνεται μια δυσκίνητη μάζα. Αντιστεκόμαστε σε οτιδήποτε νέο είτε από φόβο είτε επειδή εξουθενωθήκαμε και νιώθουμε μόνοι.

Όσοι πονέσαμε, κάτσαμε στο πάτωμα κλαίγοντας για ώρες, ανάψαμε το θερμοσίφωνο χωρίς τελικά να κάνουμε μπάνιο, καπνίσαμε γεμίζοντας τασάκια που δεν αδειάσαμε, ήπιαμε νερό στο χθεσινό άπλυτο ποτήρι. Κάτσαμε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και ψάξαμε τι μας συμβαίνει. Πληθώρα λύσεων από επιστήμονες και μη, που σου εγγυώνται την παροδικότητα της κατάστασής σου αρκεί να ακολουθήσεις τις «χρυσές συμβουλές». Κάποιοι πάντως διαβάζοντας ίσως να ένιωσαν ακόμη πιο ανήμποροι και πιθανό είναι να φθονούσαν εκείνους που δίνουν συμβουλές κι ισχυρίζονται πως όλα πάνε τέλεια στη ζωή τους. Ίσως, όμως, έπειτα από καιρό να συμφώνησαν μαζί τους σε κάτι: είναι όντως παροδικό.

Διερωτώμενοι αν θα μπορούσαμε να βγούμε απ’ την αδράνεια αυτή που μας τυλίγει σαν κινούμενη άμμο στη μέση της ερήμου, καλό θα ήταν να πρωτοτυπήσουμε! Να μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ το να προσπαθήσουμε να την αποτινάξουμε. Να την αγαπήσουμε, να τη χαϊδέψουμε. Να μπορέσουμε να πάρουμε κι εμείς από εκείνη ό,τι μας δίνει.

Μελετώντας κάθε γωνία του ταβανιού μας, θα μετρήσουμε τους ανθρώπους που μας αγαπούν κι ας τους κρατάμε για λίγο μακριά. Αν αγκαλιάσεις τη μοναξιά σου προσωρινά, έχεις το χρόνο να σκεφτείς απερίσπαστα τι ακριβώς ζητάς απ’ τον εαυτό σου και τι θα ήθελες να είσαι όταν σηκωθείς. Αν το σώμα σου είναι κουρασμένο, δοκίμασε να το αφήσεις ξεκουραστεί. Ας μην πιεστούμε να υποκριθούμε ξανά.  Εκείνη την περίοδο της αδράνειας, μπορούμε να απορρίψουμε οτιδήποτε μας κάνει να το βλέπουμε σαν ανάβαση στην κορυφή του Ολύμπου, με βαρύ εξοπλισμό στην πλάτη.

Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα περπατώντας και να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν εκεί έξω κι άλλοι άνθρωποι, με δικά τους προβλήματα, ίσως διαφορετικά, ίσως και παρόμοια με τα δικά μας, που καθώς τους παρατηρούμε κάτι τους κάνει γνώριμους. Είναι οι άβαφες χωρίς χαμόγελο και με το κεφάλι τους στραμμένο στο πεζοδρόμιο, είναι οι αχτένιστοι με τους μαύρους κύκλους τους κι αμφότεροι περπατούν φορώντας τις πιο άχαρες φόρμες τους με το βλέμμα τους κουρασμένο. Ίσως να νιώθουν κι αυτοί σαν εσένα και να μην είσαι ο μόνος στον κόσμο που πονάει.

Βιώνοντας την αδράνεια απ’ την αρχή ως το τέλος της, άλλοτε θα τη νιώθεις σαν ένα βάρος, μια ασήκωτη μάζα, όπως αυτή που περιγράφει η φυσική κι άλλοτε θα κάθεσαι απέναντί της, σταματώντας το χρόνο, προσπαθώντας να καταλάβεις τι σου ζητάει. Κάποια στιγμή θα διαπιστώσεις ότι αυτό είναι κάτι πολύ απλό, μόνο που ο πόνος σου δε σε άφηνε να το δεις.

Σου δίνει μια ευκαιρία για ανασκόπηση κι ανασύνταξη. Όπως κάθε αθλητής παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν τρέξει στο στίβο, έτσι κι εμείς, σαν άλλοι αθλητές, χρειαζόμαστε εκείνη την ανάσα πριν μπορέσουμε να ξαναδούμε τη ζωή κατάματα και να τρέξουμε στο στίβο της. Δεν έχει καμία σημασία ο χρόνος αλλά ο δρόμος μέχρι να φτάσουμε στο ζητούμενο.

Αν είσαι άνθρωπος που υπάρχουν φορές που νομίζεις πως είσαι ο superman και θα καταφέρνεις πάντα να είσαι ο δυνατότερος απ’ όλους, να τους φροντίζεις όλους και να δίνεις σε όλους συνεχώς, όσο κι αν το θες, γελάστηκες. Και δε γελάστηκες μόνο εσύ, αλλά η ίδια η ζωή θα σου κλείσει το μάτι και θα γελάσει μαζί σου. Γεννήθηκες για να καθίσεις σ’ όλες τις θέσεις της και να πιεις απ’ όλα τα ποτήρια που θα σου προσφέρει, είτε γλυκά είτε πικρά ποτά. Θα πρέπει να τα γευτείς όλα για να νιώσεις ότι έζησες και δεν πρέπει να φοβηθείς.

Θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξεις τα μάτια σου και θα ψάξεις να βρεις τον εαυτό σου, μόνο που ο παλιός σου εαυτός δε ζει πια εδώ και θα διαπιστώσεις πως αδίκως τον αναζητάς. Μέσα σου θα εκκολάπτεται μια άλλη σου μορφή που με αργούς ρυθμούς θα την ξεδιπλώσεις. Θα κοιτάξεις τις πληγές σου και θα ξαφνιαστείς που είναι πια επουλωμένες. Βρίσκονται εκεί ακριβώς που τις άφησες, αλλά είναι πλέον ουλές, από εκείνες που μένουν, που δε θες να φύγουν γιατί τις αγάπησες όσο τις έγλειφες για να σταματήσουν να πονάνε.

Στην αγκαλιά της αδράνειάς σου είσαι αυτή η δύστυχη κάμπια που ένα κουκούλι υφαίνεται γύρω σου, τόσο ενοχλητικά σφιχτά αλλά συγχρόνως φοβερά οικεία. Κι εκείνη, όπως κι εσύ, ακινητοποιήθηκε περιμένοντας υπομονετικά. Εκείνη θα μεταμορφωθεί σε αυτό το πολύχρωμο αιωρούμενο πλάσμα που δείχνει να κινείται ελεύθερα κουνώντας τα φτερά του. Εσύ θα πρέπει να περιμένεις μέχρι να δυναμώσεις και να αποτινάξεις το κουκούλι σου, την αδράνειά σου και να μεταμορφωθείς στην καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.

Σπάζοντας με υπομονή το βράχο της αδράνειας, μπορείς να χτίσεις έναν καινούργιο εαυτό, όχι απαραίτητα βήμα-βήμα, ούτε μέρα με τη μέρα. Σίγουρα θα εκπλαγείς ανακαλύπτοντας αυτή τη νέα εκδοχή του. Τότε θα μπορείς κι εσύ να πετάξεις ελεύθερα και για όπου εσύ θελήσεις.

«Η ζωή ξεπηδάει σαν πίδακας γι’ αυτούς που τρυπούν το βράχο της αδράνειας». – Alexis Carrel

 

Συντάκτης: Ελένη Παπίλια
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη