Έχετε αναρωτηθεί ποτέ ποια είναι η δύναμη που μας κάνει τόσο εύκολα να δίνουμε υποσχέσεις; Που μας κάνει να τις πιστεύουμε, να τις στηρίζουμε και να νιώθουμε ότι είμαστε τόσο δυνατοί που έτσι απλά θα καταφέρουμε να είναι τόσο ισχυρές ώστε να κρατήσουν; Τις δίνουμε για να ευχαριστήσουμε κάποιον, τις δίνουμε για να δεσμευτούμε, για να γίνουμε συμπαθείς, για να καθησυχάσουμε, γιατί είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να τις φέρουμε εις πέρας, πως το δικό μας «για πάντα» θα είναι όντως αιώνιο. Υποσχέσεις που δίνουμε ή μας δίνουν, όπως «θα είμαι για πάντα εδώ», «θα σ’ αγαπάω για μια ζωή», «θα σε προσέχω, δε θα σ’ αφήσω ποτέ», «ποτέ δε θα σε πληγώσω».

Τα παραπάνω είναι κάτι σαν τα best seller παραδείγματα που οι περισσότεροι έχουμε ακούσει από κάποιον και τον πιστέψαμε, είτε έχουμε πει σε κάποιον γιατί το πιστέψαμε κι όμως, τελικά αποδείχθηκε πως ήταν υποσχέσεις που δεν μπόρεσαν να βγουν αληθινές, μιας και μας ξεπέρασαν ή μας διέψευσαν οι περιστάσεις. Και πόνεσαν, γιατί αυτές οι υποσχέσεις που δεν κρατάνε, δυστυχώς, όσο κι αν ήταν λόγια του αέρα, τόσο βαριά κάθονται στη μνήμη και τη συνείδηση.

Υποσχέσεις που δίνονται τόσο απλά και μοιάζουν τόσο εύκολο να κρατήσεις για μια ζωή, ίσως γιατί ποτέ δε σκέφτεσαι πόσο μεγάλο χρονικό περιθώριο δέσμευσης θέτεις στον εαυτό σου. Κι έτσι, με το πέρασμα του χρόνου κάποιες απ’ αυτές ξεθωριάζουν ή πιο απλά, αθετούνται. Χωρίς τις περισσότερες φορές να σκεφτούμε τη ζημιά που προκαλέσαμε σπάζοντας τον όρκο αυτό, χωρίς να αναλογιστούμε τον λόγο που μας έκανε να τις δώσουμε εξ αρχής και πώς υπήρξαμε τόσο αφελείς που τις πιστέψαμε, λέγοντας κι ακούγοντάς τις. Πόσο αστείοι και μικροί φαινόμαστε τώρα, πόσο γήινοι που απλώς τις αθετούμε.

 

 

Οι υποσχέσεις, όταν δίνονται, νομίζω έχουν κάτι μαγικό -ίσως όχι πάντα όμορφο- αλλά μαγικό. Γι’ αυτό και τις πιστεύουμε. Χαμογελάς όταν τις δίνεις, παίρνεις ευθύνη, νιώθεις Θεός. Είναι σαν να παίζεις πόκερ με το σύμπαν και να λες πως κοίτα, εγώ έχω τον άσσο τον καλό, θα δεις. Μα όταν για κάποιο λόγο δεν μπορείς να τις κρατήσεις πια και χάνεις το παιχνίδι, δημιουργούν ένα τραύμα, που καλώς ή κακώς δε βαραίνει μόνο εσένα αλλά και τον άνθρωπο που του την έδωσες. Κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο, γιατί πονάει ο άνθρωπός σου.

Κι όμως, εσύ εκεί, πας ξανά από την αρχή. Δίνεις καινούργιες υποσχέσεις, με μόνο σκοπό σου αυτές να μπορέσεις να τις κρατήσεις. Είναι το ίδιο εύκολο με πριν, βγαίνουν έτσι μαγικά κι απλά από το στόμα σου· αυτή την φορά είσαι σίγουρος πως όλα θα πάνε καλά και θα τις τηρήσεις. Καινούριος άσσος, καινούρια παρτίδα καινούριος χαμένος γύρος.

Υποσχέσεις λοιπόν. Κάποιες τις κρατάς εύκολα, άλλες πιο δύσκολα -αλλά τις κρατάς- και κάποιες άλλες και να θες, δεν μπορείς. Δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, το να μην τις δίνεις ποτέ γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τις αθετήσεις, ή να τις δίνεις και να τις κρατάς όσο αντέχεις, όσο μπορείς κι όσο θέλεις, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον άνθρωπο απέναντί σου. Και τα δυο μου ακούγονται σωστά και λάθος ταυτόχρονα. Και τα δυο προκαλούν πόνο όταν αποφασίζονται, πόνο συνειδητοποίησης, ενοχής, διάψευσης προσδοκιών. Κι είναι εύκολο να δώσουμε μια εντολή και να υπαγορεύσουμε πως, πρέπει κανείς να φροντίζει να μπορεί να κρατήσει μια υπόσχεση που δίνει, να παλεύει να την τηρήσει με όλο του το είναι, γιατί σίγουρα όταν την έδωσε την πίστευε με όλη του την ψυχή, και δυστυχώς ή ευτυχώς την πίστεψε κι αυτός στον οποίο την έδωσε. Το δύσκολο, είναι να αποδεχτούμε πως με βεβαιότητα στη ζωή αυτή, οι άνθρωποι θα σπάνε τις υποσχέσεις τους. Έπειτα θα το ξεχνούν και θα δίνουν νέες. Και πάλι απ’ την αρχή, για πάντα.

Συντάκτης: Μίκα Παντελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου