Ρωτώντας πας στην Πόλη αλλά μαθαίνεις και πράγματα που κανένα google ποτέ δε θα σου πει. Μυστικά μαντζούνια, ερωτήσεις κάπως άβολες ή αδιάκριτες, απορίες για τις μεγάλες ώρες, τιπς για τη δουλειά ή συνταγές ξεχασμένες, ό,τι δεν ήξερες ότι ήθελες να μάθεις, θα στο πουν τα μικρά μας ρεπορτάζ.

 

Ο Φώτιος Λαμπαδάριος αναφέρει:

Πριν μερικά χρόνια, είχα ταξιδέψει με την κόρη μου στον Καναδά. Από την Ελλάδα όλα κανονικά, είχα χαρτί μαζί μου ότι η πρώην σύζυγός μου είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για αυτό το ταξίδι -καλά, όχι ότι γίνονται σοβαροί έλεγχοι στα ελληνικά αεροδρόμια, αλλά εν πάση περιπτώσει. Όταν φτάσαμε στον Καναδά κι έπρεπε να περάσουμε από το immigration, προσπαθούσα να εξηγήσω στην ευγενέστατη, κατά τ’ άλλα, κυρία, ότι τα ελληνικά επίθετα κλίνονται. Στο δικό μου διαβατήριο έλεγε Lampadarios και στης κόρης μου, Lampadariou. Επέμενε ότι δεν είναι κόρη μου κι ότι είναι αναγκασμένη να φωνάξει την ασφάλεια. Για να μην τα πολυλογώ, μετά από 2,5 ώρες που ήμασταν κολλημένοι στο αεροδρόμιο βρέθηκε η λύση, ενώ έπρεπε να φέρω μάρτυρες (ευτυχώς είχα αρκετούς γνωστούς στον Καναδά) να καταθέσουν εγγράφως ότι είναι κόρη μου. Από τότε, η κόρη μου με πειράζει κι όταν λίγο την ζορίζω μου λέει «για τον Καναδά δεν είμαι κόρη σου, άρα δεν μπορείς να με μαλώνεις!».

 

Η Νεφέλη Μπαντελά γράφει: 

Ταξίδευα με γνωστή αεροπορική εταιρεία για πολύ σημαντικό επαγγελματικό ταξίδι, όταν μαθαίνω πως είμαι σε λίστα αναμονής και δεν είναι σίγουρο πως θα ταξιδέψω. Έγινα φυσικά έξαλλη και μίλησα άσχημα κι απότομα στο άτομο που βρισκόταν στον έλεγχο των εισιτηρίων, επιμένοντας σαν άλλη Μιράντα από το «Ο διάβολος φοράει Prada» ότι θα με πετάξουν θέλουν δε θέλουν. Όταν συνέχισε να μου δίνει την ίδια αόριστη απάντηση, έφτασα στο έσχατο σημείο και του πέταξα το boarding pass στα μούτρα, λέγοντας κάτι που ευτυχώς δε θυμάμαι! Τελικώς κατάφερα να ταξιδέψω παρά το άγχος και την αβεβαιότητα, ωστόσο όταν φέρνω στο μυαλό μου το περιστατικό, δε νιώθω περήφανη για τη συμπεριφορά μου. Το μάθημα για μένα είναι να ελέγχω τις αντιδράσεις μου γιατί ο υπάλληλος δε φέρει ευθύνη για τα over bookings των αεροπορικών!

 

 

H Γιοβάννα Κοντονικολάου μοιράζεται:

Ήμασταν Άμστερνταμ, πάνε πια 8 χρόνια, σε ένα πρόγραμμα ανταλλαγής ευρωπαϊκό, έξι άτομα αποστολή από την Ελλάδα. Έχουμε αράξει σε ένα κανάλι γιατί είχαμε πολύ χρόνο μπροστά μας μέχρι το τσεκ ιν, οπότε αποφασίσαμε στον χρόνο που μας έμεινε να καταναλώσουμε τοπικά προϊόντα. Μέγα λάθος, μέγα. Διότι μας πήρε ο ύπνος, μιας και 10 μέρες στην Ολλανδία ζήτημα να κοιμόμασταν 3 ώρες τη μέρα, οπότε όταν ξυπνήσαμε είχαμε μία ώρα κι ένα τέταρτο ακριβώς να ξεκλειδώσουμε τα πράγματα από τον σταθμό, να πάμε αεροδρόμιο, να κάνουμε τσεκ ιν και να περάσουμε τον έλεγχο. Με την ψυχή στο στόμα φτάσαμε 6 λεπτά πριν την απογείωση, στο αεροδρόμιο. Παρακαλάμε την καλή κυρία να μας αφήσει να βάλουμε τις βαλιτσάρες μας μέσα, και μας εξηγεί ότι αν τρέξουμε -ίσως- προλάβουμε την πτήση, αφήνοντας, όμως, τα πάντα πίσω μας. Σε πανικό μία εκ των έξι κάνει τη μεγάλη θυσία και ρισκάρει να μείνει πίσω με έξι βαλίτσες. Έξι βαλίτσες. Χωρίς λεφτά, πλάνο, τίποτα. Αδειάζουμε όλοι τις τσέπες στα χέρια της, (κάνα 15 ευρώ ο καθένας έτσι;) και τρέχουμε σαν τους παλαβούς να προλάβουμε την πτήση- η οποία είχε κι ανταπόκριση στη Φρανκφούρτη. Κι όλα αυτά, σαν κοτόπουλα από τα τοπικά προϊόντα. Φτάνοντας εκεί πια, μας έβαλε τηλεφωνικά κι έχοντας ανοίξει τις έξι βαλίτσες σαν σαλάμια, να διαλέξουμε 4 πράγματα ο καθένας που δεν μπορεί ν’ αφήσει στο Άμστερνταμ, μπας και τις κάνει τις έξι βαλίτσες δύο και καταφέρει να γυρίσει, σε δυο μέρες, με πτήση για Χανιά, που ήταν η μόνη διαθέσιμη κι έκανε 280 ευρώ, οπότε έπρεπε να ρίξουμε και τα μούτρα μας στο πρόγραμμα που μας φιλοξενούσε και να ζητήσουμε να μεταφέρουν τραπεζικά χρήματα, για να μπορέσει να ταξιδέψει. Πράγμα το οποίο κι εν τέλει έγινε. Από τότε μου έχει μείνει φοβία και φτάνω πάντα στα αεροδρόμια ένα τετράωρο πριν την πτήση μου, ενώ από την προηγούμενη δεν πίνω ούτε μπίρα.

 

Η Κορίνα Γιούρου περιγράφει:

Καλοκαίρι 2021, αεροδρόμιο της Κω. Περίμενα να περάσει η ώρα να ανοίξουν οι πύλες γιατί είχα βρεθεί αρκετά νωρίς στο αεροδρόμιο, όταν με πλησίασε ένας τύπου 50άρης κι άρχισε να με ρωτάει ξανά και ξανά αν είμαι τουρίστρια. Έπειτα, με κάθε πιθανό τρόπο, προσπάθησε να μου διαφημίσει τα ενοικιαζόμενά του δωμάτια σε περίπτωση που ξαναέρθω στο νησί, κάνοντας full on promotion. Μέχρι και χαρτάκι μου άφησε με το κινητό του, περπατώντας κυριολεκτικά πίσω μου σαν ουρά, ενώ εγώ προσπαθούσα να τον αποφύγω. Λίγο αστείο, λίγο creepy.

 

Ο Ανδρέας Πετρόπουλος εξομολογείται:

Επιστρέφαμε από Θεσσαλονίκη μαζί με την κοπέλα μου και στο αεροδρόμιο, στο τσεκ ιν δεν μπορούσαν να μας πιστέψουν, επειδή, λέει, δε μοιάζαμε με τις ταυτότητές μας. Τελικά αποδείξαμε μέσω Instagram ότι είμαστε εμείς. Τελειώνει αυτό και πάμε στον έλεγχο. Μας ζητήθηκε ν’ ανοίξουμε τις βαλίτσες μας και να πετάξουμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε καθυστερώντας τους πάντες για περίπου 15 λεπτά. Εν τέλει η όλη φασαρία έγινε για μια ηλεκτρική οδοντόβουρτσα που την πέρασαν για τέιζερ (!) λες κι είμαστε η CIA ξέρω γω. Άβολο σκηνικό, με την κοπέλα μου έξαλλη σε κάποια φάση να συμπληρώνει: «Δεν είναι τέιζερ, δονητής είναι.»

 

Η Μαρία εξιστορεί:

Υπερατλαντικό ταξίδι για Αυστραλία και καθώς η πτήση απογειωνόταν, συνειδητοποίησα ότι η ψυχαγωγία εν πτήση με τις οθόνες στη θέση μου δε λειτουργούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να καθόμουν σε μια πτήση 12 ωρών κοιτάζοντας μια κενή οθόνη. Έτσι, κοίταξα γύρω μου, είδα ένα ελεύθερο κάθισμα μερικές σειρές πιο μπροστά και μετακινήθηκα. 15 λεπτά αργότερα, αποκοιμήθηκα στο νέο μου κάθισμα. Ξύπνησα μία ώρα αργότερα και συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει το πορτοφόλι και το τηλέφωνό μου στην αρχική μου θέση. Μισοκοιμισμένη, επέστρεψα στο κάθισμά μου να πάρω τα πράγματά μου. Δεν είχα την υπομονή να επιστρέψω όμως στην προηγούμενή μου θέση, οπότε ξανακοιμήθηκα (αυτή τη φορά στο αρχικό μου κάθισμα). 30 λεπτά αργότερα δέχομαι ένα ταπ ταπ στον ώμο μου. Μια κυρία, κάπου στα 40 στεκόταν στα δεξιά μου.

Εγώ: Ναι; 

Εκείνη: Καθόσασταν δίπλα μου. Μετά φύγατε με τα παπούτσια μου. Σας έψαχνα τα τελευταία 30 λεπτά.

Κοίταξα κάτω από το κάθισμα για να διαπιστώσω ότι είχε δίκιο, είχα φύγει φορώντας τα παπούτσια της κι είχα αφήσει τα παπούτσια μου στο κάθισμά της. Εντελώς ντροπιασμένη έβγαλα τα παπούτσια της και περπάτησα στο διάδρομο με κόκκινο πρόσωπο για να μαζέψω τα δικά μου. Ηθικό δίδαγμα της ιστορίας: Μην υπνοβατείτε σε αεροπλάνο.