«Εγώ τόσα χρόνια δεν καταλαβαίνω ούτε τον εαυτό μου. Απέχω πλέον απ’ τη προσπάθεια να καταλάβω εκ προοιμίου τους άλλους».

Ήταν μια απλή φράση κάποιου, σ’ ένα τυχαίο φόρουμ, που πυροδότησε σκέψεις περί διαίσθησης, πρώτης εντύπωσης και αουτσάιντερ που έκαναν την έκπληξη.

Κόντρα σε έρευνες που καταδεικνύουν ότι η πρώτη εντύπωση συνήθως είναι και η σωστή κι ότι η διαίσθηση είναι βοηθητικό κι αλάνθαστο εργαλείο, στήνονται τα άγνωστα παρασκήνια μιας πρώτης γνωριμίας.

Σίγουρα κάποια στιγμή έχεις αντιπαθήσει μια απότομη κι αγενή σερβιτόρα ή υποσυνείδητα έχεις επιλέξει μια θέση πιο μακριά απ’ τον σφιγμένο ή νευρικό γνωστό φίλου που ήρθε με την παρέα σας για ποτό. Κι εντάξει, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μάλλον δε θα χρειαστεί να έχεις τριβή με τους συγκεκριμένους, οπότε θα μείνουν για λίγο στο μυαλό σου ως η «χαμογέλα μωρή και λίγο» κι ο «ήταν κι ένας αντιπαθούκλας μαζί χθες», ώσπου να ξεχαστούν.

Τι γίνεται, όμως, όταν πρόκειται για τον νέο συνάδελφο ή την καινούρια κοπέλα του φίλου σου ή τον κολλητό ενός φίλου που μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό και μπήκε στην παρέα σας; Και η πρώτη εντύπωση είναι «χαίρω πολύ (not) κι ελπίζω να τα ξαναπούμε (not)»; Ή γίνεστε ορκισμένοι εχθροί και δυσκολεύετε την καθημερινότητά σας ή παύετε να αντιδράτε παιδιάστικα κι αφήνετε το χρόνο να δείξει.

Η πρώτη εντύπωση δημιουργείται μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και βασίζεται σε πρωταρχικές πληροφορίες όπως η εμφάνιση, η γλώσσα του σώματος και η φωνή, σε συνδυασμό με τις πρώτες κουβέντες. Αν, δηλαδή, ο νέος συνάδελφος δεν είχε προλάβει να πιει καφέ τη μέρα που τον γνωρίσατε, αν η κομμώτρια δεν πέτυχε τη βαφή της κοπέλας του κολλητού κι αν ο φίλος που απολύθηκε απ’ το στρατό βρήκε εκείνο το βράδυ την κοπέλα του καβάλα στ’ άλογο, τότε την έκατσαν. Μπαίνουν στο πυρ το εξώτερον, στη σφαίρα της αντιπάθειας, χωρίς κανείς να αναρωτηθεί «μωρέ μήπως κάτι του συνέβη του ανθρώπου κι είναι έτσι;».

Η διαμόρφωση μιας αρνητικής πρώτης εντύπωσης για την προσωπικότητα του άλλου, βασιζόμενη σε αυτά τα ελάχιστα στοιχεία, συνήθως επηρεάζει την κρίση μας και για τη μελλοντική συμπεριφορά του ατόμου· τείνουμε να αναζητάμε στοιχεία που συμφωνούν με την πρώτη μας εικόνα και να παραβλέπουμε συμπεριφορές που τη διαψεύδουν. Ως ένα σημείο, αυτό οφείλεται και στην εγωιστική ξερολίαση που μας καταλαμβάνει συχνά: «τα ‘λεγα εγώ –το ‘ξερα απ’ την πρώτη στιγμή»!

Η συμπεριφορά κάποιου, κατά την πρώτη γνωριμία, δημιουργεί ταμπέλες και λανθάνουσα γενίκευση στο μυαλό μας σχετικά με το χαρακτήρα του. Εκείνος που φαίνεται νευρικός είναι ο «οξύθυμος». Εκείνη που δε μιλάει πολύ είναι η «σνόμπ», η «ακοινώνητη». Μπορεί να μη σκεφτούμε πως εκείνος είναι νευρικός, επειδή η εταιρία που δουλεύει προανήγγειλε απολύσεις ή ότι εκείνη δε μιλάει πολύ διότι δεν νιώθει άνετα με άτομα που δε γνωρίζει.

Φυσικά ο «κριτής» δεν σκέφτεται ποτέ την καμπουρίτσα του κι εύκολα οι ρόλοι αλλάζουν. Θα μπει μαινόμενος στην καφετέρια που είναι η παρέα και θα κατεβάσει καντήλια επειδή τσακώθηκε με τον προϊστάμενό του, χωρίς να μιλήσει καν στο καινούριο πρόσωπο που θα δει. Και θα σκεφτεί αργότερα, αφού ηρεμήσει, «πω πω γαϊδουριά, δε μίλησα και στο παιδί – ντάξει μωρέ την επόμενη φορά». Το «παιδί» όμως τον έχει ήδη κατατάξει στους «αγενείς αντιπαθητικούς» και δύσκολα θα ακούσει την επόμενη φορά τι έχει να πει.  

Και κάπως έτσι, μπλοκάρονται γνωριμίες που ίσως είναι πολύ σημαντικές.

Είναι μεγάλη παγίδα η προκατάληψη απέναντι σ’ ένα άτομο μετά από μια ατυχή πρώτη γνωριμία. Οι έρωτες που ξεκινούν με αντιπάθεια και κόντρα είναι εύκολη υπόθεση, γιατί εκεί αναλαμβάνουν οι ορμόνες και η έλξη. Γενικεύοντας όμως το ζήτημα για κάθε είδους σχέση, δύσκολα κάποιος θα μπει στη διαδικασία να φυσήξει τη σκόνη που βλέπει πάνω σε κάτι θαμπές πετρούλες. Θα τις παρατήσει αφού είναι τόσο εύκολο να βρει άλλες καθαρές και λαμπερές. Μόνο που ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός και τούμπαλιν.

Ο Τσακνής τραγούδησε «γι’ αυτούς που ψάχνουν για διαμάντια στα σκουπίδια και στον υπόνομο». Είναι αυτοί που δεν προσπέρασαν τον αναψοκοκκινισμένο, τον απότομο, τη σιωπηλή, τη φωνακλού. Είναι αυτοί που ακόμη κι αν δε «χάρηκαν πολύ» κατά τη χειραψία, σκέφτηκαν να ρωτήσουν: «Όλα καλά; Συνέβη κάτι;». Αυτοί που δεν καταδίκασαν τον αντιπαθητικό, αντιθέτως τους έπιασε μια δαιμόνια περιέργεια να τον παρατηρήσουν, να δουν τι σκατά τύπος είναι. Κι ίσως βρήκαν θησαυρό. 

Θυμάμαι την πρώτη μέρα στη δουλειά μου, όταν με υποδέχτηκε μια συνάδελφος. «Απότομη και με ύφος, ξινή και αντιπαθητική» την περιέγραψα αργότερα στην παρέα. Επτά χρόνια αργότερα, η Ειρήνη είναι η δεύτερη οικογένειά μου, η καλύτερή μου φίλη, η «με ξέρει σαν την παλάμη της». Παραμένει απότομη, με ύφος και ξινή. Ειδικά όταν πρωτογνωρίζει κάποιον. Γενικά, με όλους αναλόγως τη φάση της. Και γελάω μ’ αυτό. Και χαίρομαι που τη γνώρισα με τρόπο που με ανάγκαζε να τη συναναστραφώ γιατί δε θα έμπαινα στον κόπο αλλιώς. Και θα έχανα ένα διαμάντι.

Συντάκτης: Νανά Πολίτη