Πόσες φορές σκεφτήκαμε ότι θα θέλαμε ο σύντροφός μας να άλλαζε κάποια του χαρακτηριστικά; Να ήταν λιγότερο έτσι και περισσότερο αλλιώς; Πόσοι άνθρωποι ξύπνησαν μια μέρα από την εξιδανίκευση του συναισθήματος κι είδαν πως ο άνθρωπος που είχαν δίπλα τους δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είχαν πλάσει στο μυαλό τους;

Συχνά βιώνουμε μια διάσταση μεταξύ αυτών που προσδοκούμε –ή που νομίζουμε πως προσδοκούμε– κι αυτών που έχουμε όντως. Η διάσταση φυσικά εκτείνεται και στις ερωτικές μας σχέσεις. Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε μπαίνουμε σε μια σχέση έχοντας κάποια πρότυπα για το πώς θα θέλαμε να ‘ναι, ιδανικά, ο σύντροφός μας.

Τα πρότυπα αυτά, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνονται να ‘ναι αποτέλεσμα βαθιάς επιθυμίας κι επιλογής, είναι στην πραγματικότητα το άθροισμα του τρόπου που μεγαλώνουμε, του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε και κυρίως της αλληλεπίδρασης με την οικογένειά μας, που αποτελεί το αρχικό μας πρότυπο. Μεγαλώνοντας, οι γονείς μας είναι το πρώτο ζευγάρι που γνωρίζουμε, επομένως η ερωτική δυναμική που υπάρχει μεταξύ τους, καθώς κι η γενικότερη συνύπαρξή τους μέσα στο σπίτι, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πρώτο συντροφικό πρότυπο που χτίζεται στο μυαλό μας.

Μπορεί να σε λούζει κρύος ιδρώτας σ’ αυτή τη σκέψη, αφενός γιατί δεν είδες ποτέ σου τους γονείς σου ως ζευγάρι κι αφετέρου γιατί αν οι γονείς μας είναι το πρότυπό μας, μπορεί να αντιδράσεις κάπως: «Ωχ! Την βάψαμε. Ε, ρε, ψυχανάλυση που μας χρειάζεται!». Ναι, αλλά ευτυχώς είναι το πρώτο πρότυπο, όχι και το τελικό. Ησύχασες κάπως; Βέβαια, ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του προτύπου παίζουν κι η ευρύτερη κοινωνία, οι φίλοι μας, ακόμα κι η θρησκεία, με τις αρχές της οποίας μεγαλώνουμε.

Συνεπώς, πριν να το καταλάβουμε, πριν καλά-καλά φτιάξουμε την πρώτη μας σχέση, ξέρουμε ή καλύτερα νομίζουμε πως ξέρουμε τι είναι αυτό που ψάχνουμε. Κι έτσι οι σχέσεις γίνονται ένας αγώνας να φέρουμε τον σύντροφό μας στα μέτρα μας, να τον κάνουμε να χωρέσει στο πλαίσιο του προτύπου μας, αντί να τον γνωρίσουμε καλύτερα και να αξιολογήσουμε ποια χαρακτηριστικά του μας αρέσουν και μας ταιριάζουν και ποια όχι.

Αν, ας πούμε, μια γυναίκα έχει δείξει ότι είναι πολύ παθιασμένη με την καριέρα της και στη φάση αυτή της ζωής της δεν είναι πρόθυμη να βάλει τα επαγγελματικά της δεύτερα σε σειρά προτεραιότητας, δεν μπορείς να της ζητάς να γίνει μάνα αυτή τη στιγμή, πόσο μάλλον να παρατήσει τη δουλειά της και να μεγαλώσει τα παιδιά σας, επειδή αυτό είναι το δικό σου πρότυπο. Το παράδοξο σε αυτό το σενάριο είναι ότι, πιθανόν όταν γνωριστήκατε, το πάθος της κι η αγάπη της για τη δουλειά της ήταν κάτι που σε έκανε να την ερωτευτείς τρελά.

Σε παρόμοια περίπτωση, ο τύπος που σε ξετρέλανε με την ανεμελιά και το μυστήριό του, είχε προτεραιότητά του να περνά καλά με φίλους και να ταξιδεύει τον κόσμο. Όταν σου είπε ότι αυτό θέλει απ’ τη ζωή του κι η οικογένεια δεν ήταν στα (άμεσα τουλάχιστον) πλάνα του, εσύ έβαλες στόχο να τον αλλάξεις, ενώ μέσα σου ηχούσαν οι καμπάνες της εκκλησίας και τον φανταζόσουν ήδη πατέρα.

Όταν κάποιος σου λέει την αλήθεια του να την ακούς, να τον πιστεύεις και να παύεις να ελπίζεις ότι πίσω από αυτά που λέει κρύβονται αινίγματα, νάζια και προκλήσεις. Η Maya Angelou είχε πει: «Όταν κάποιος σου δείχνει ποιος είναι, πίστεψέ τον την πρώτη φορά».  Ή θα δεχτείς αυτό που έχεις απέναντί σου με όλα του τα χαρακτηριστικά ή θα το προσπεράσεις, γιατί αν μπεις στη διαδικασία να το καλουπώσεις στο πρότυπο του συντρόφου που έχεις εσύ στο μυαλό σου, σημαίνει πως δεν το θέλεις εξαρχής.

Χτίζεις, λοιπόν, μια σχέση βάσει προτύπων που έχεις στο μυαλό σου κι όχι της πραγματικότητας που βιώνεις με τον σύντροφό σου ή των χαρακτηριστικών του που αγαπάς. Μια σίγουρη συνταγή αποτυχίας, γιατί έρχεται η ώρα που αναρωτιέσαι «πού πάμε;». Εσύ θέλεις γάμο κι αυτός ταξίδι στο Περού για αναρρίχηση. Εσύ θέλεις να γίνεις πατέρας κι εκείνη σκέφτεται πώς θα γίνει συνέταιρος στην εταιρεία που δουλεύει. Κάπου εκεί είναι που δημιουργείται χάσμα στη σχέση.

Ίσως αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να γεφυρώσουμε λίγο την απόσταση που χωρίζει το πρότυπο του συντρόφου και της σχέσης που έχουμε στο μυαλό μας με τον άνθρωπο που έχουμε πραγματικά απέναντί μας. Ίσως πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτά που εξαρχής μας έκαναν να ερωτευτούμε τον άνθρωπο που έχουμε δίπλα μας, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που μας έκαναν να χαμογελάσουμε και να πούμε «αυτός ο άνθρωπος έχει κάτι να μου δώσει, έχει κάτι να μου πει».

Γιατί τα χάνουμε αυτά κάπου στην πορεία; Στην τελική, αν όλοι οι άνθρωποι ήταν όπως εμείς τους είχαμε φανταστεί ή όπως ιδανικά θα τους θέλαμε, πώς θα μας βοηθούσαν να εξελιχτούμε;

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη