Μεγαλώσαμε με γονείς που έπρεπε να παλέψουν με νύχια και με δόντια για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, γιατί «τότε ήταν άλλες εποχές, τα πράγματα ήταν δύσκολα κι εμείς έπρεπε να σταθούμε δυνατοί». Να σταθούμε δυνατοί, την επαναλαμβάνω αυτή τη φράση, γιατί για πολλούς millennials είναι μότο ζωής, παρακαταθήκη από γονείς και παππούδες. Μεγαλώσαμε, δηλαδή, χωρίς να μας επιτρέπεται να σπάσουμε, να λυγίσουμε. Χωρίς να επιτρέπεται να κάνουμε λάθη, να παραστρατήσουμε. Εξάλλου, οι γονείς μας θυσίασαν τα πάντα για να ‘μαστε εμείς καλά, άρα εμείς πρέπει να πετύχουμε, περιθώρια λάθους δε χωράνε, σωστά; Λάθος!

Αυτό που ξεχάσαμε να μάθουμε είναι πως υπάρχουν και μέρες κακές μέρες. Μέρες που είναι εντάξει να νιώθεις ότι θες να ουρλιάξεις απ’ τα νεύρα, όσο κι αν φοβάσαι πως, αφήνοντάς το να βγει προς τα έξω, θα χαλάσει την τέλεια, πλασματική εικόνα σου. Δε μας εξήγησαν πως η καλή ψυχολογία έχει δίδυμη αδερφή, την κακή ψυχολογία, αδερφές εντελώς αντίθετες, η μέρα με τη νύχτα. Αγαπιούνται βαθιά, τις δένουν εξάλλου δεσμοί αίματος. Αλληλοσυμπληρώνονται με έναν τρόπο παράξενο, επίπονο αλλά λειτουργικό. Ήμασταν, βλέπεις, προσκολλημένοι στον στόχο να γίνουμε τέλειοι, τόσο που ξεχάσαμε να κοιτάξουμε τη φύση γύρω μας. Αυτή που αβίαστα μας δείχνει πως όλα βρίσκουν τον τρόπο να προσαρμόζονται, να αλλάζουν χωρίς να αλλοιώνονται. Τα δέντρα, αν δε λύγιζαν, αν έμεναν ακίνητα κι άκαμπτα, θα έσπαγαν στον πρώτο δυνατό βοριά. Αν λυγίσουμε, δεν είναι σημάδι αδυναμίας, σημάδι ευκαμψίας είναι, μηχανισμός για να μη σπάμε.

Χρειαζόμαστε αποσυμπίεση, όπως ακριβώς οι χύτρες ατμού. Ενώ στο μέσα μας φτιάχνουμε κάτι πεντανόστιμο, για να μπορέσει κανείς να μας ανοίξει και να το απολαύσει θα πρέπει πρώτα να αποσυμπιεστούμε, να ελευθερώσουμε τον ατμό σταδιακά. Αν δεν αποσυμπιεστούμε, ο ατμός που με τόση μαεστρία σιγόψησε το φαγητό μπορεί να γίνει αιτία τραυματισμού. Δεν μπορούμε να απαιτούμε ο εαυτός μας να ‘χει μόνο καλές πλευρές, πόσο αφόρητα βαρετό θα ήταν αυτό; Πόσο πιο ενδιαφέρον να επιτρέπεις στον εαυτό σου να ξεσπά, να φωνάζει, να κλαίει με λυγμούς. Κι όταν σχεδόν μένει από ανάσες, να παίρνει μια βαθιά, σαν το βρέφος που πέρασε το κανάλι της γέννησης και τα πνευμόνια του πήραν αέρα για πρώτη φορά!

Το να χάνεις την ψυχραιμία σου είναι μεν τρομακτικό, αλλά ταυτόχρονα πολύ ανθρώπινο κι αληθινό. Ο καθωσπρεπισμός, το «Τι θα πουν οι γείτονες αν μας ακούσουν να υψώνουμε τους τόνους;» είναι κουτάκια που μας έκλεισαν. Νουθεσίες που μας έκαναν να πιστεύουμε πως πρέπει να φιλτράρουμε τις αντιδράσεις μας, γιατί οφείλουμε να δείχνουμε δυνατοί. Κι εμείς ζούμε τις ζωές μας καταπίνοντας όσα μας εξοργίζουν, στοιβάζοντας θυμό, λύπη και σφιξίματα στην καρδιά. Φώναζε, θύμωνε∙ είναι απόλυτα εντάξει.

Οι άσχημες μέρες δεν είναι σημάδι αδυναμίας. Τουναντίον, χρειαζόμαστε τις μέρες που είμαστε πεσμένοι ψυχολογικά, που όλα πάνε στραβά, τις μέρες εκείνες που ξεσπάμε στα πάντα. Γιατί χωρίς αυτές, η χαρά δε θα ήταν το ίδιο ανακουφιστική, το χαμόγελο δε θα ήταν το ίδιο πλατύ κι η ικανοποίηση που ‘χουμε ούριο άνεμο δε θα ήταν το ίδιο μεγάλη. Τι αξία θα είχε το φως αν δεν προηγείτο το σκοτάδι; Η Νατάσα Μποφίλιου τραγουδά για τις μέρες του φωτός και σκέφτομαι πως ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσεις ότι έρχονται φωτεινές μέρες είναι αν έχεις αποδεχτεί πως υπάρχει σκοτάδι και το ‘χεις κάνει κομμάτι σου.

Γίνε δέντρο, λοιπόν. Ανθεκτικό στις καιρικές συνθήκες, αλλά διατεθειμένο να λυγίσει, να χάσει τα φύλλα του, να μείνει γυμνό για λίγο καιρό, μέχρι να ανθίσει πάλι. Κι αν κάποτε νιώθεις πως τρελαίνεσαι, βάλε τα αθλητικά σου και βγες έξω να τρέξεις μέχρι να λαχανιάσεις, κλάψε μπροστά απ’ τον καθρέπτη σου ή βρίσε όποιον θες, αποσυμπιέσου, πάρε ανάσες κι ετοιμάσου να υποδεχτείς το φως.

Συντάκτης: Εύη Πηλαβάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη