Αγαπημένε μου λύκε, το ξέρω!, όλοι εμείς οι αλαζόνες κι οι εσωστρεφείς, κρυμμένοι πίσω από ψεύτικα είδωλα και κυνικούς έρωτες, σε περάσαμε για θύμα μας. Κι εσύ ευάλωτος, μη μπορώντας ν’ αντιδράσεις, το υπέμεινες αδιαμαρτύρητα, σηκώνοντας το βάρος των κατηγοριών μας. Δεν κωλώσαμε πουθενά. Σε κηρύξαμε εύκολα ένοχο, χωρίς δεύτερη σκέψη, κι ίσως και να σε καταστρέψαμε λιγάκι.

Οφείλουμε τώρα, λοιπόν, να απολογηθούμε και να δούμε τα πράγματα κι απ’ τη δική σου οπτική. Μήπως είσαι άγριος γιατί αναγκάστηκες να ζεις μόνος; Γιατί όλοι εμείς οι δήθεν, δε μάθαμε να ακούμε, αλλά μόνο να κρίνουμε; Ο καθένας μας όταν τον τρώει η μοναξιά γίνεται θεριό ανήμερο. Ζει ανάμεσα σε φόβους και σκοτάδια, αναζητώντας τρόπο να βγει απ’ τη γωνιά που δεν επέλεξε πάντα ο ίδιος να σταθεί. Έτσι ακριβώς κι ο λύκος, και ο κάθε λύκος.

Ένας λύκος μπορεί να συντροφεύει κρυφά κι αμέριμνα το φεγγάρι, να τραγουδά τις νύχτες αδιάκοπα κι ακούραστα, θέλοντας ν’ ακουστεί και ν’ αλαφρώσει. Μα στ’ άκουσμά του, πολλοί κλείνουν τ’ αυτιά και κρύβονται σε καταφύγια για να τον αποφύγουν ή απλώς επιλέγουν να τον αγνοούν επιδεικτικά. Κάποιοι άλλοι ίσως και να τον θαυμάζουν και μυστικά να τον ερωτεύονται παράφορα. Ένας λύκος με σπίτι του το δάσος σε μια κορυφή στο βουνό, τι κακό, άραγε, μπορεί να κάνει σ’ εσένα; Τίποτα παραπάνω απ’ το κακό που ορίζεις εσύ.

Τον κατακρίναμε και τον εκθέσαμε μέσα από παραμύθια και εικόνες. Ρε πάτε καλά; Μου αθωώσατε μια κοκκινοσκουφίτσα, κάτι γουρουνάκια και πρόβατα, και αναδείξατε κακό τον αδερφό της Σελήνης. Η πανσέληνος; Μήπως την ήξερες κι από χθες την κοκκινοσκουφίτσα -που με τα μάτια σου δεν είδες ποτέ- και ξαφνικά έγινες θερμός υποστηρικτής της; Η φάτσα της μόνιμα χλωμή, ένα χαμόγελο διαρκώς ζωγραφισμένο στα χείλη -που θα μπορούσε κανείς να πει πως μοιάζει ειρωνικό- και μια γλυκά κάπως παραπλανητική. Στο κάτω κάτω, η ίδια εισέβαλε σε προσωπικό χώρο, χωρίς καμία προειδοποίηση. Ποιος ξέρει στ’ αλήθεια τι έγινε και είναι σε θέση να μας δείξει με το δάχτυλο τον φταίχτη; Ποιος κάθισε ν’ ασχοληθεί και το ψάξει λίγο παραπάνω; Ακόμα και σε σας που κρίνετε εκ του αποτελέσματος, να θυμίσω πως στο τέλος η γιαγιά έζησε. Σας λέει κάτι αυτό;

Και για πείτε μου λίγο και για τα τρία γουρουνάκια, που γίναμε μορφές τους, εξελιγμένες και μορφωμένες, ακολουθώντας το παράδειγμά τους. Όλοι οι άνθρωποι, μια μάζα, προσπαθούμε και πασχίζουμε να μοιάξουμε ο ένας στον άλλο, μα κάπου εκεί, σε μια γωνιά, καταδικασμένοι απ΄την κοινή γνώμη, δεμένοι με χειροπέδες, ξεπροβάλλουνε οι λύκοι. Δε θα τους ακούσεις να δικαιολογούν τον εαυτό τους ή να ζητάνε ελεημοσύνη. Μα αν κοιτάξεις στα μάτια τους, θα δεις την αλήθεια τους. Και αν αντέξεις, μην κλάψεις.

Ένας λύκος προστατεύει ολόκληρη αγέλη. Φύλακας πιστός, αφοσιωμένος στο έργο του, δεν άγεται και φέρεται, έχει άποψη προσωπική και ρόλο πολύ συγκεκριμένο που πρέπει και θέλει να υπηρετήσει. Αν τον πειράξεις, αμφίβολο αν θ’ αμυνθεί πριν δει τις δικές σου διαθέσεις, μα αν προσπαθήσεις να κάνεις κακό στην αγέλη του, πέθανες. Δείχνει λογικό, κι όμως ορισμένοι θα δουν μόνο το «πέθανες», αγνοώντας το «κακό στην αγέλη». Μια Τροία αγαπημένοι μου, με αφορμή την Ελένη, αιτία όμως ποια; Δεν ψάχνουμε, δεν αναρωτιόμαστε, τρώμε ο,τι μας πουν και μας πουλήσουν, το χωνεύουμε αμάσητο και το ενστερνιζόμαστε προσθέτοντας σάλτσες και έξτρα μπαχαρικά.

Αν ξεχωρίσεις τους λύκους μέσα σ’ ένα άχρωμο πλήθος, μίλα τους. Ζήτα εξηγήσεις ή απλώς κάνε μια κουβέντα μαζί τους, προσπαθώντας να δεις τον κόσμο τους. Θα σε εξιτάρει. Και αν είσαι τυχερός, κι ένας έρωτας γεννηθεί ανάμεσα σε σένα και σ’ ένα λύκο, σκέψου πως μπορεί κι όλος ο κόσμος και το φως του φεγγαριού να γίνουν δικά σου. Εγώ αν θες στο υπογράφω. Εξάλλου, πώς μπορεί ένας λύκος να ‘ναι τόσο κακός; Μην τον πληγώσεις και περίμενε να δεις τι μπορεί να σου δώσει. Ο λύκος πάντα ζει μόνος. Αυτό μην το ξεχνάς.

Αγαπημένε μου λύκε -όποιος κι αν είσαι- εγώ σ’ αγαπώ. Πολύ.

Συντάκτης: Θέκλα Πορτέσιη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.