Είναι στη φύση του ανθρώπου να περιπλέκει κάθε είδους σχέση. Σαν τα παλιά τα ακουστικά με το καλώδιο, που τα έχωνε στην τσέπη και έτρωγε μετά ώρες να τα ξεμπλέξει ενώ παραπονιόνταν, μα κατά βάθος το απολάμβανε σαν μικρό τελετουργικό. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την ερωτική σχέση. Είναι πραγματικά ανεξήγητο γιατί ο άνθρωπος καταλήγει να κάνει τα πιο απλά περίπλοκα. Είναι σαν ένα μεγάλο φορτίο να τον σπρώχνει να επιζητεί και να δημιουργεί μπλεγμένες καταστάσεις, ενώ το αναμενόμενο θα ήταν να αναζητεί και να προσπαθεί για ήρεμες στιγμές.

Πολλοί θα πουν ότι σε όλες τις σχέσεις ο ένας θα νιώθει ανασφάλεια. Υπάρχουν κι αυτοί που θα πουν ότι αυτό συμβαίνει στις σχέσεις που δεν είναι υγιείς, μα όσο και αν θέλουν κάποιοι να κρυφτούν πίσω από το μικρό τους δαχτυλάκι, ένα είδος ανασφάλειας πάντα υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει σε κάθε σχέση. Σχεδόν φυσιολογική είναι, έτσι δε λένε; Ακούμε για έρωτα και ψάχνουμε να βρούμε πού είναι το αδύναμο σημείο του, πού νιώθει ο ένας άβολα. Αυτό όμως που κάποιες φορές διαχωρίζει και ξεχωρίζει την κλασική ανασφάλεια από την ιδιαίτερα επίφοβη, είναι το αν απλώς υπάρχει ή αν καλλιεργείται.

Υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν και καλλιεργούν την αβεβαιότητα επίτηδες. Αυτοσκοπός τους είναι να μη θεωρηθούν ποτέ δεδομένοι από τον σύντροφό τους. Αναζητούν συνέχεια την προσοχή και κάνουν ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να την κατακτήσουν. Αρέσκονται στο να νιώθουν ότι ο σύντροφός τους στερείται σιγουριάς προς το πρόσωπό τους γιατί με αυτόν τον τρόπο θεωρούν ότι μένει σε εγρήγορση. Υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι έτσι τα συναισθήματα παραμένουν ζωντανά. Με πιο απλά λόγια, μιλάμε για μια ανάγκη επιβεβαίωσης που σπρώχνει σε πράξεις άσκοπες, ανούσιες και σίγουρα επιβλαβείς.

Σε μια σχέση χρειάζεται άραγε πρόκληση ανασφάλειας για να παραμείνει ζωντανό το ενδιαφέρον; Αυτό που κρατάει τη φλόγα εκεί είναι η αγάπη, η ηρεμία και η εμπιστοσύνη. Ένας σύντροφος που πραγματικά θέλει να κρατήσει τη σχέση του μακριά από εντάσεις, αποφεύγει κάθε είδους κίνηση που θα τροφοδοτήσει αβεβαιότητα. Η εκούσια πρόκλησή της άλλωστε, έχει ως αποτέλεσμα αυτός που βρίσκεται στην αντίπερα όχθη να νιώθει πως δέχεται πυρά που είναι ανίκανος να διαχειριστεί. Από τη μία η ασταθής συμπεριφορά του ενός και από την άλλη οι ψυχικές διακυμάνσεις του άλλου. Σαν να παλεύει να ευδοκιμήσει ένα δέντρο που είναι παγιδευμένο μεταξύ ανέμων και καταιγίδων. Έτσι μοιάζει η σχέση.

Ποιος ευθύνεται; Ξεκάθαρα ο πιο ανασφαλής, μα το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος από τους δύο έχει τα πρωτεία του συγκεκριμένου ρόλου. Ανασφαλής είναι εκείνος που έχει την ανάγκη να προκαλεί αβεβαιότητα ή εκείνος που τη νιώθει; Η απάντηση ίσως να μην είναι η εύκολη, μιας και αυτός που την προκαλεί το κάνει για να νιώθει ότι αντιμετωπίζει τη δική του ανασφάλεια, έστω και μεταφέροντάς τη. Σαν να βαστάει ένα βαρύ κουτί κι αντί να το αφήσει κάτω να επιλέξει να ψάξει τρόπο να το κουβαλήσει άλλος. Μα αυτό που δεν αντιλαμβάνεται είναι πως λίγο διαφορετικές κινήσεις να κάνει και το βαρύ κουτί δε θα χρειάζεται να δυσκολεύει κανέναν απ’ τους δύο. Η σχέση μπορεί να ανέβει σε άλλο επίπεδο, να γίνει καλύτερη.

Είναι δικαίωμα του καθενός να θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του κάτι τόσο βαθύ. Είναι δικαίωμά του να μην εγκαταλείπει ένα κουτί απλώς επειδή το βαστάει χρόνια. Αυτό όμως δεν του δίνει ελαφρυντικό για να καλλιεργεί το ίδιο και στο χωράφι της ψυχής ενός άλλου. Αν δε θέλει να μοιραστεί τη δική του αβεβαιότητα με τον σύντροφό του, οφείλει να βρει τρόπο να επικοινωνήσει τις ανάγκες του αλλιώς. Χωρίς να βλάπτει.

Μια σχέση που τέτοιες συμπεριφορές εμμένουν, δεν μπορεί να έχει μεγάλη εξέλιξη. Κρύβει ημερομηνία λήξης στο κάτω μέρος της, ο χωρισμός είναι αναπόφευκτος. Ένας άνθρωπος που πραγματικά θέλει να είναι μαζί με κάποιον άλλον και που θέλει να αναπτύξει κάτι ουσιαστικό, δε θα νιώθει ευχαρίστηση παίζοντας παιχνίδια. Όλοι οφείλουμε σεβασμό στην ψυχική ηρεμία κάθε ανθρώπου. Αν δεν μπορούμε να την προσφέρουμε, το λιγότερο που απαιτείται είναι να μην τη διαταράσσουμε. Η ψυχική ηρεμία είναι αδήριτη ανάγκη, αν δεν μπορεί να ευδοκιμήσει καλύτερα οι δρόμοι να χωρίζουν.

Συντάκτης: Άντρη Χατζηγιάγκου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη