Φωνές. Όχι οποιεσδήποτε. Φωνές που πάντα κάτι λένε κι ας μη λένε τίποτα συγκεκριμένο. Φωνές που κουβαλούν κάτι από αιωνιότητα, κάτι από αθανασία. Φωνές που κουβαλούν αναμνήσεις κι αισθήσεις. Φωνές πασπαλισμένες με μπόλικη μοναδικότητα.

Έχουν ταυτιστεί με εκείνη την «καλημέρα» που μαζί της ξημερώνει κι η ευτυχία, με εκείνο το «σ’ αγαπάω» που φωνάζει επιθυμία κι εκείνη την «καληνύχτα» που υπόσχεται γαλήνη. Είναι οι φωνές εκείνων που μαζί τους περάσαμε ώρες σε ένα ακουστικό μέχρι να φέρουμε κοντά τα διαφορετικά μας. Είναι οι φωνές εκείνων που στα λόγια τους ακούμε κάτι απ’ τον εαυτό μας. Είναι οι φωνές εκείνων που όταν μιλούν ηρεμούν οι δαίμονές μας.

Κι είναι οι άνθρωποί μας, οι σύντροφοί μας, οι έρωτές μας. Κι έχουν κάτι στη φωνή τους το ίδιο μοναδικό με αυτό στην καρδιά τους. Είναι οι χροιές τους που αλλάζουν ανάλογα με τη διάθεσή τους. Που λεπταίνουν όταν χαμογελούν ή παιδιαρίζουν, που βαθαίνουν όταν μιλούν σοβαρά, που κομπιάζουν όταν λυγίζουν, που βραχνιάζουν όταν αφήνονται να ποθούν.

Οι φωνές έχουν πρόσωπο. Κι έχουν και χαρακτήρα. Κι όσες παρεμφερείς κι αν υπάρχουν, εμάς θα μας θυμίζουν πάντα εκείνον που έμεινε περισσότερο στη ζωή μας ή εκείνον που τη στιγμάτισε πιο έντονα. Θα έχουν πάντα κάτι από εμάς αυτές οι φωνές, γιατί στα αφτιά μας αντηχούν ακόμη λέξεις, προτάσεις, συζητήσεις που κάποτε περιέγραφαν ό,τι ωραιότερο χωρούσε ο νους μας.

Πόσες φορές σηκώνεις το ακουστικό χωρίς ιδιαίτερο λόγο κι αιτία, απλά και μόνο για να ακούσεις τον άνθρωπο που αγαπάς; Πόσες φορές στο άκουσμα της φωνής του δεν ένιωσες να χαλαρώνεις, να σταματάς να φοβάσαι, να ελπίζεις; Κι έκλεισες μετά το τηλέφωνο λίγο πιο χαρούμενος και σίγουρα λίγο πιο τυχερός. Πολύ πιο τυχερός από τότε που κάποιες άλλες φωνές στη ζωή σου είχαν υπάρξει για σένα αδιέξοδες και ψυχοφθόρες.

Να μιλάς. Και να ζητάς να σου μιλούν. Να διεκδικείς την επικοινωνία που αξίζουν οι ένοχές σου σκέψεις και τα φοβισμένα σου συναισθήματα. Άλλαξε τόνο, άλλαξε ύφος, άλλαξε λεξιλόγιο. Κάνε ό,τι νομίζεις ότι χρειάζεται για να μεταφέρεις σωστά αυτό που φτάνει στην άκρη της γλώσσας σου, αλλά πες το. Μην το κρατήσεις μέσα σου. Μη στερήσεις από εκείνον που σε αγαπά μια ακόμη βόλτα στο μέσα σου.

«Πες κάτι». «Τι να πω;». «Οτιδήποτε». Πόσο κενός διάλογος, θα σκέφτηκες. Σίγουρα λόγια δυο ανθρώπων που τους τέλειωσαν τα ενδιαφέροντα και ξέμειναν με αυτά τα οτιδήποτε, που στην ουσία είναι μπόλικο κενό. Αυτά τα οτιδήποτε, όμως, μήπως σκέφτηκες πως μπορεί να είναι μια μεγάλη ανάγκη να ακούσει ο ένας τη φωνή του άλλου; Τρομάζουν οι σιωπές. Και σίγουρα οι σιωπές εκείνων, στη φωνή των οποίων βρίσκουμε πάντα ασφάλεια και πίστη.

Θα αναγνωρίζαμε τη φωνή τους ανάμεσα σε χίλιες φωνές και θα κατευθυνόμασταν προς αυτές ανεξήγητα μαγνητισμένοι. Μες στο πλήθος κάποιες φορές ξεγελιόμαστε πως τους ακούμε και γυρίζουμε το κεφάλι μας έκπληκτοι, αλλά δεν είναι εκεί. Και πόσο άδειοι νιώθουμε όταν η φωνή τους λείπει απ’ το σπίτι, απ’ το δωμάτιο, απ’ το αυτοκίνητο. Βουίζει μόνο μες στο κεφάλι μας μαζί με όλες εκείνες τις φράσεις κι ατάκες που έχουμε συνδυάσει μαζί τους και μόνο μαζί τους.

Οι φωνές έχουν θερμοκρασία, γεύση, υφή. Καίνε ή παγώνουν.  Σε καίνε ή σε παγώνουν. Γλυκαίνουν, πικραίνουν, ξινίζουν. Σε γλυκαίνουν, σε πικραίνουν ή σε ξινίζουν. Είναι απαλές, σκληρές ή κοφτερές. Και σε αγκαλιάζουν, σε σαστίζουν ή σε πληγώνουν. Αλλά γι’ αυτό αξίζουν. Γιατί θέλουν και γιατί μπορούν.

Είναι κομμάτι εκείνων που θέλουν και μπορούν για σένα και με εσένα, άλλωστε.  Κι ό,τι κι αν συμβαίνει, έχουν φυλαγμένο άλλο ένα «μαζί» να ξεστομίσουν για να πάτε παρακάτω.

Για να πάτε μαζί στο παρακάτω.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη