Ο έρωτας συχνά παραλογίζεται. Άλλωστε, αν δεν παραλογιζόταν, θα ήταν λογικός. Κι αν ήταν λογικός, θα ήταν κατανοητός. Και ποια η γοητεία αυτού που μπορείς να ερμηνεύσεις και να χαλιναγωγήσεις; Μες στον παραλογισμό του κρίνει κι αποφασίζει, αναστατώνοντας τη σειρά του μυαλού μας.

Και πάει και κολλάει εκεί που δε θα ‘πρεπε ή, τέλος πάντων, εκεί που δεν έχει μέλλον. Ούτε παρόν. Και δεν το ομολογεί. Αλλά διατηρεί την ιδέα ζωντανή. Χωρίς πολλά «γιατί» κι «επειδή». Οι αιτιολογήσεις δεν ανήκαν ποτέ στα φόρτε του έρωτα.

Εξιδανικευμένος ή όχι, κάποιος άπιαστος εκεί έξω φέρνει βόλτες στο κεφάλι σου. Κάποιος που ξέρεις καλά ή κάποιος που τον μαθαίνεις φευγαλέα. Κάποιος που έχει αυτά που ψάχνεις και που δεν έχει αυτά που απεχθάνεσαι. Κάποιος που γεννήθηκε για ‘σένα, αλλά εσύ όχι γι’ αυτόν. Ανέκαθεν το χάνετε κάπου στη σύζευξη, αλλά στο μυαλό όλα ταιριάζουν, κι ας θέτει η πραγματικότητα δικούς της κανόνες.

Κάπου-κάπου πιάνεις τον εαυτό σου να αναζητά λάκκους σε φάβες, έτσι, γιατί η απομυθοποίηση γαληνεύει τις ανικανότητες. Μα οι λάκκοι άφαντοι, άφαντοι κι αυτοί που ανήκουν αλλού. Κι εσύ πορεύεσαι προς άλλη κατεύθυνση ακολουθώντας τη δική σου ρότα. Φτιάχνεις τη ζωή σου μακριά απ’ τα απωθημένα, γιατί δε βιώνονται οι μέρες με αέρα κοπανιστό. Γιατί δε γίνεται διαφορετικά.

Αν, όμως, γινόταν; Αν το αδύνατο γινόταν εφικτό; Αν ξαφνικά σου δινόταν αυτό που δεν είσαι προετοιμασμένος να αποκτήσεις; Τι θα έκανες τότε; Γυρεύεις ήδη στο μυαλό σου λόγους να μην παρεκκλίνεις απ’ τη ζωή που βόλεψες μέσα σε δεδομένα. Αλλά κάπου μέσα σου, ο παραλογιζόμενος έρωτας χασκογελά και δραπετεύει απ’ αυτά. Κάνει αναστροφή κι ορμά σε αυτό που από πάντα, ανεξήγητα, τον μαγνήτιζε.

Ο παραλογιζόμενος έρωτας διαλύει για να φτιάξει. Ξέρει πως μόνο έτσι αποκτώνται οι ευτυχίες. Κι εσύ, που δεν έχεις ποτέ σου ρεαλιστικά φανταστεί τη ζωή σου έξω απ’ αυτά που έχεις σήμερα, που συνήθισες στην αδυναμία σου να έχεις αυτόν τον άνθρωπο, που μόνο σε εικόνες έπλαθες αόρατες κι αόριστες σχέσεις μαζί του, την κρίσιμη ώρα, τι θα έκανες για εκείνον;

Έχει εδραιωθεί πια μέσα σου. Τον θαυμάζεις, τον νιώθεις, τον ταιριάζεις στο είναι σου, τον έχεις δει πλάι σου σε μια βόλτα στη θάλασσα, σε μια συναυλία ένα τραγούδι έχεις ταυτίσει μαζί του, τον έχεις βάλει σπίτι σου, σε ένα βιβλίο νόμιζες πως διάβαζες για εκείνον και στην άδεια γωνία ενός χαρτιού πήγες να γράψεις ασυναίσθητα το όνομά του. Κι όλα αυτά ενώ εκείνος δεν ήταν, στ’ αλήθεια, πουθενά.

Τον άπιαστο έρωτα δεν τον σκέφτεσαι ποτέ με λύπηση. Η θύμησή του μόνο χαμόγελα σου γεννά. Δε σε στενοχωρεί που δεν τον έχεις, γιατί δεν προοριζόταν ποτέ για ‘σένα. Οπότε τι είχες, τι έχασες; Άλλωστε κι εσύ γελάς με τις φαντασιώσεις σου πως, τάχα, ποτέ θα ήσουν μαζί του.

Κι αν κάποιος φίλος σου το ψυχανεμίστηκε ή έκλεψε το μυστικό σου σε ένα μεθύσι, σε μια απελπισία, σε μια στιγμή αφέλειας, θα γέλασε κι αυτός μαζί σου ή δε θα πίστεψε ότι μπορούσες να μιλάς σοβαρά. Σήκωσες, όμως, διακριτικά το φρύδι σου και με ένα ωραιότατο ύφος περηφάνιας για μια στιγμή σου πέρασε η σκέψη πώς θα αντιδρούσαν όλοι, αν έκανες μια μέρα το άπιαστο, τελικά, δικό σου. Θα κορδωνόσουν και θα περιφερόσουν για να τους μπεις στο μάτι.

Αλλά εκείνη η μέρα δεν έχει φανεί κι ούτε που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, σκέφτεσαι. Όμορφες οι ελπίδες που διατηρούνται μακριά από πραγματικότητες που τις αναιρούν.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη