Είναι μερικοί άνθρωποι, που μοιάζουν με σπίτια χωρίς αυλές.
Στέκουν ανυπεράσπιστοι στην άκρη του δρόμου και κάθε περαστικός απλώνει το χέρι παίρνοντας ανενόχλητος ό,τι χρειαστεί.
Κυκλοφορούν ξεκλείδωτοι ανάμεσα μας ή κι απέναντι μας στον καθρέφτη.
Άλλωστε είναι αρκούντως αναγνωρίσιμοι.
Ακόμη κι αν δεν αναβοσβήνει η φωτεινή επιγραφή «ξετινάξτε με» πάνω από το κεφάλι τους, έχουν άλλο φωσφορίζον χαρακτηριστικό.
Αγνοούν κι ως εκ τούτου δεν χρησιμοποιούν ποτέ τη λέξη «όχι».
Ό,τι κι αν ερωτηθούν, πάντα «ναι» έχουν να πουν.
Πρόθυμοι, ακούραστοι και συνήθως χαμογελαστοί. Όλα τα μπορούν.
Στη δουλειά αποδίδουν για τρεις. Οι υπόλοιποι τους φορτώνουν υπερωρίες και πάνε για καφέ.
Στο σπίτι, η βασίλισσα Κάλι με τις 8 χερούκλες ωχριά μπροστά τους.
Στη σχέση τους, επ’ουδενί δε χαλάνε χατίρι.
Εννοείται πως η φράση «χαλί να το πατήσεις» έχει εφευρεθεί αποκλειστικά για αυτούς: τα υπέρ πάντων καλά παιδιά.
Μάλιστα ο Machiavelli το πέταξε το καρφάκι του και για δαύτους: «Οι άνθρωποι είναι καλοί, μονάχα όταν είναι αδύναμοι».
Για να πάρει μετά τα ηνία ο θείος Freud.
Διότι το συστηματικό αγκαζάρισμα του ρόλου του καλού παιδιού, αποσκοπεί -είτε το παραδέχονται είτε όχι- στο να κερδίζουν την αποδοχή των άλλων.
Και ποιος ψάχνεται διακαώς για την αποδοχή; Μα ο ίδιος που τρέμει την απόρριψη.
Να τα μας και τα συμπλεγματικά.
Όσο όμως παλεύουν να κερδίσουν τους άλλους, χάνουν τον εαυτό τους.
Διότι, πώς να προλάβουν ν’αφουγκραστούν τις δικές τους ανάγκες, όταν αδιάκοπα τρέχουν να ικανοποιήσουν τις ξένες;
Πώς να περιφρουρήσουν το είναι τους, όταν αυτό έχει από καιρό χαθεί στην πολυκοσμία των αδηφάγων συναναστροφών τους;
Δεν ξέρω αν ο Καβάφης αναφερόταν στα ψυχολογικά όρια, εγώ πάντως σε αυτά αναφέρομαι, επί της ουσίας.
Τα όρια, είναι σαν τους φράκτες στις αυλές των σπιτιών.
Κρατούν τους απ’έξω σε απόσταση ασφαλείας.
Μέχρι εδώ φτάνεις εσύ κι από δω και πέρα ξεκινώ εγώ.
Δε χάνομαι μέσα σου, έχω τη δική μου προσωπικότητα, το δικό μου τρόπο να υπάρχω.
Και καθορίζω το ποιος είμαι, με βάση τις δικές μου ανάγκες.
Όχι με κριτήριο το ποιος νομίζω πως θα ήθελες εσύ να είμαι, ώστε να με αποδέχεσαι και να με αγαπάς.
Αν τα όρια μας είναι χαλαρά ή ανύπαρκτα, οι άλλοι εισχωρούν στο σύστημα λειτουργίας μας και ελέγχουν τη συμπεριφορά μας.
Και τότε τα πράγματα καταλήγουν τραγικώς ειρωνικά.
Το μήνυμα που, εν αγνοία του, εκπέμπει κάποιος δίχως όρια είναι ηχηρότατο.
«Παρακαλώ περάστε ελεύθερα, ανέχομαι τα πάντα, έχετε το πράσινο φως να με ξετινάξετε»
Κι αν δεν το ξέρετε, εκεί έξω, στην αγέλη των λύκων, όταν οι άλλοι καταλάβουν ότι είμαστε ξέφραγο αμπέλι, σταδιακά παύουν να μας σέβονται και να μας υπολογίζουν.
Δεν ισχύει για το σύνολο των ανθρώπων, αλλά όταν λέμε πάντα «ναι», εκπαιδεύουμε τους άλλους να πιστεύουν ότι δεχόμαστε τα πάντα.
Εν ολίγοις, αντί να κερδίσουμε την αποδοχή, εισπράττουμε πανηγυρικά την απόρριψη.
Φθάνοντας στο διά ταύτα, μπορεί εγώ τους συμβουλάτορες να μην τους συμπάθησα ποτέ, αλλά κράτησα απ’αυτούς κάτι σημαντικό.
H αυτοεκτίμηση είναι το μυστικό.
Η χαμηλή αυτοεκτίμηση σαμποτάρει τη δύναμη του να λέμε «όχι».
Κι η ενοχική μας στάση απέναντι στο ενδεχόμενο να δυσαρεστήσουμε τους άλλους.
Αμαρτία γονέων κι αυτό.
Η μαμά μας έμαθε πως το «όχι» είναι ξετσίπωτο και το «μάλιστα» δηλώνει ευγένεια.
Έκανε λάθος όμως.
Κανείς δεν είναι υπεύθυνος για τα συναισθήματα ικανοποίησης κανενός.
Και όσοι μας αγαπούν το κάνουν γι’αυτό που είμαστε κι όχι γι’αυτό που πράττουμε.
Αλλιώς δεν είναι αγάπη, μα ανταποδοτικότητα και συναλλαγή.
Αν είναι να συναλλασσόμαστε, τότε ας μάθουμε να είμαστε διεκδικητικοί.
Διεκδικώντας έρχεται η αλλαγή.
Η διεκδίκηση είναι η χρυσή τομή ανάμεσα στην παθητικότητα του πάντα «ναι» και την επιθετικότητα του σε όλα «όχι».
Δε σου αφαιρεί τον τίτλο του πραγματικά καλού παιδιού το να μάθεις να λες και κανένα όχι.
Είναι φυσιολογικό. Ενίοτε κι απαραίτητο.
Άλλωστε όπως είπε κι ο αγαπημένος μου Victor Hugo, «οι καλύτερες καρδιές τυχαίνει καμιά φορά να είναι πολύ σκληρές». Εγώ πάλι θα έρθω να συμπληρώσω πως επιβάλλεται. Είναι θέμα επιβίωσης.