Κατά τη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας δημιουργούμε τις πιο έντονες και συναρπαστικές αναμνήσεις ολόκληρης της ζωής μας. Όμορφες, χαρούμενες, συγκινητικές μα και πολύ άσχημες ή τρομακτικές, καμία φορά. Στην περιοχή όπου μεγαλώσαμε γεννιούνται οι πρώτες γλυκόπικρες εικόνες που θα μας συνοδεύουν εφόρου ζωής. Κάθε γωνία της περιοχής, που μείναμε μικροί, κουβαλάει τη δίκη της ανάμνηση. Κάθε τοίχος και παγκάκι, κάθε σπίτι και μαγαζί.

Και κάπου εδώ τρυπώνει μια πολύ απόκοσμη και ζοφερή ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων. Όλοι κάποτε ήρθαμε αντιμέτωποι με ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο σπίτι, το οποίο κουβαλούσε μέσα στα χρόνια διάφορους θρύλους κι ιστορίες. Ένα σπίτι που τη μέρα περνούσε σχεδόν αδιάφορο στα μάτια μας, καθώς όμως έπεφτε ο ήλιος γινόταν, ως διά μαγείας, «το κάστρο του τρόμου». Εκεί χτίστηκαν οι μεγαλύτερες περιπέτειες δράσης και φόβου των σχολικών μας χρόνων.

Συνήθως, αυτά τα σπίτια ήταν κτήρια παλιάς δεκαετίας τα οποία δεν κατοικούνταν πια. Τα παράθυρά τους ήταν σπασμένα κι ο αέρας τα έκανε να βγάζουν περίεργους, τρομακτικούς, ήχους. Κάποια δεν είχαν καθόλου παράθυρα κι αυτό τα έκανε ακόμα πιο τρομακτικά, καθώς έμπαινες στον πειρασμό να κοιτάξεις μέσα και να δεις ή να φανταστείς τι θα μπορούσε να κρύβεται εκεί. Τα περισσότερα είχαν έντονη κι ατημέλητη βλάστηση στο εξωτερικό τους, αφού κανείς δεν τα επιμελούνταν εδώ και χρόνια. Είχαν φθαρμένους τοίχους και καμία φορά γκράφιτι πάνω σε αυτούς απ’ τα πιο γενναία παιδιά της γειτονιάς. Παρ’ όλα αυτά, πόρτα πάντα υπήρχε και φυσικά δεν ήταν ποτέ κλειδωμένη.

Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκινούσε η περιπέτεια εξερεύνησης του «στοιχειωμένου» αυτού σπιτιού, καθ’ οδόν απ’ το σχολείο προς το σπίτι. Με το φως της ημέρας, μπαίναμε θαρραλέοι μέσα και στήναμε σενάρια, δημιουργούσαμε θρύλους και μελετούσαμε κάθε σπιθαμή αυτού του χώρου. Μερικές φορές επηρεαζόμασταν απ’ την ατμόσφαιρα και βλέπαμε ή ακούγαμε πράγματα που δεν υπήρχαν, το φως της ημέρας όμως μας έδινε κουράγιο να συνεχίσουμε. Είχαμε πείσει τη φαντασία μας πως στα σπίτια αυτά περιφέρονταν φαντάσματα, πνεύματα, σατανιστές, κι οποιοδήποτε άλλο υπερφυσικό ον, χωριζόμασταν σε ομάδες και δημιουργούσαμε τη δίκη μας ταινία τρόμου. Όλα αυτά κάτω απ’ το φως του ηλίου και την ασφάλειά του.

Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, όμως, όλα άλλαζαν! Τύχαινε πολλά βράδια να περάσουμε απ’ έξω, αλλά και μόνο στην όψη τους τα σπίτια αυτά έμοιαζαν πολύ διαφορετικά απ’ το πρωί. Ήταν λες και στ’ αλήθεια είχαν γίνει «στοιχειωμένα». Μέσα μας βαθιά ξέραμε πως δε ζούσαν πνεύματα εκεί, αλλά τη νύχτα μας φαινόταν πολύ πιθανό. Τρομάζαμε ακόμα και να καθίσουμε στο πλατύσκαλο. Το φως της ημέρας έδειχνε καθαρά όσα φοβόμασταν, ενώ τώρα η άγνοια ήταν ακόμα πιο τρομακτική. Νιώθαμε πως θα μπαίναμε σε ένα άλλο σπίτι. Ένα πραγματικό «στοιχειωμένο» σπίτι, με πολλά ένοχα μυστικά και μυστηριώδη πλάσματα. Γι’ αυτό και ποτέ δεν τολμούσαμε, τα βραδιά, να διαβούμε την ξεκλείδωτη πόρτα. Ήταν πάνω απ’ τη δύναμή μας.

Τα χρόνια πέρασαν, μα τα σπίτια αυτά δεν άλλαξαν. Βρίσκονται στα ίδια σημεία, με την ίδια ζωηρή βλάστηση και τα ίδια σπασμένα παράθυρα, λες και δεν πέρασε μέρα από πάνω τους. Τώρα, όμως, είναι η σειρά των νέων γενεών να τα εξερευνήσουν. Κι εμείς, ως μεγάλοι, θα χαμογελάμε κρυφά, λες και δεν καταλαβαίνουμε το θάρρος και την απορία τους για κάτι τόσο συναρπαστικό.

Συντάκτης: Μαριάννα Κουτσικανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη