Με κοίταξε καθώς διέσχισα το διάδρομο του τρένου για να πάω να κάτσω στην άδεια θέση δίπλα της. Όχι ακριβώς άδεια δηλαδή. Είχε ακουμπήσει εκεί την μπλε λουστρίνι πανάκριβη τσάντα της.

Ως πρώην πωλήτρια ενός πολυκαταστήματος πολυτελών προϊόντων και ούσα η ίδια ψώνιο με τις τσάντες και τα παπούτσια, ήξερα να αναγνωρίζω την όψη και την μυρωδιά της μαρκίλας από χιλιόμετρα.

Μετακίνησε λοιπόν την πανάκριβη μπλε λουστρίνι τσάντα της στο δικό της κάθισμα κι η ίδια στάθηκε όρθια. Την κοίταξα με απορία. Είχε το ένα της χέρι ακουμπισμένο στην τσάντα και με το άλλο έστελνε μήνυμα απ΄το εξίσου πανάκριβης τεχνολογίας κινητό της, προσπαθώντας φυσικά όρθια να αποφύγει τα κουνήματα απ΄την διαδρομή του τρένου.

Συνήθως δεν είμαι αδιάκριτη. Για την ακρίβεια, όταν μπαίνω στον προαστιακό ή τον ΗΣΑΠ, βάζω τ΄ακουστικά μου κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω με το μυαλό μου. Ενίοτε κάνω και διαλογισμό κιόλας, αδιαφορώντας για τους πάντες και τα πάντα που είναι γύρω μου.

Άλλα το όλο σκηνικό μου έκανε εντύπωση. Μα να βάλει την τσάντα να κάθεται και η ίδια να στέκεται όρθια; Εντάξει, ίσως να μην ήθελε να την ακουμπήσει κάτω και να λερωθεί.Την καταλαβαίνω γιατί είμαι λίγο υποχόνδρια κι εγώ. Άλλωστε τόσα λεφτά δεν τα σκας για να πετάξεις την τσάντα στο πάτωμα.

Αλλά βάλ’την στα πόδια σου βρε παιδί μου, γιατί να στέκεσαι εσύ όρθια; Αδυνατούσα να το συλλάβω.

«Βρε μπας κι είχε κάτι πολύτιμο μέσα; Κάτι επικίνδυνο, κάτι εύφλεκτο που δεν έπρεπε να κουνηθεί πολύ;» Είπα, αδιάκριτη δεν είμαι συνήθως, αλλά η περιέργεια μου γαργαλούσε το στομάχι περισσότερο κι από την πείνα μετά από τόσες ώρες δουλειάς.

Κοίταξα θρασύτατα μέσα.Έπρεπε να δω τι το σημαντικό έκρυβε, που ολόκληρη τσάντα καταλάμβανε μόνη της το κάθισμα. Αλλά δεν είχε τίποτα ασυνήθιστο πέρα από αυτά που κουβαλάμε καθημερινά οι γυναίκες.

Συνέχισε να τη χαϊδεύει απαλά και να την συγυρίζει στο κάθισμα, σα να έφτιαχνε την φουστίτσα του παιδιού της. Εντάξει χρυσή μου, έχουμε και ‘μεις μια juicy couture αλλά σίγουρα δε της είχαμε ξεχωριστό κάθισμα.

Τι το τόσο φοβερό έχει η δικιά σου; Και τότε μου ‘σκασε η φλασιά.

Θυμάμαι όταν πρωτοάρχισα τους διαλογισμούς και την αυτούπνωση (επηρεασμένη απ΄το new age κύμα), είχε πέσει στα χέρια μου μια ακουστική άσκηση που ονομαζόταν «πορφυρένια τσάντα».

Eντάξει, «αυτοεκτίμηση, συγχώρεση, ανακαλύπτοντας το ειρηνικό σου μέρος», όλα αυτά συνάδουν με την αυτογνωσία, αλλά πορφυρένια τσάντα;

Τι σόι ψυχολογικό τρικ ήταν πάλι τούτο;

Και κάπου εκεί θυμήθηκα τα λόγια που είχα ακούσει, γι’αυτή την μυστήρια μέθοδο.

«…Και καθώς εκπνέεις θέλω να φανταστείς ότι μπροστά μου μια μεγάλη διαυγής πλαστική τσάντα. Μπορείς να δεις πολύ καθαρά μέσα στη τσάντα. Ένα πράγμα που παρατηρείς αμέσως είναι το πορφυρό χρώμα της.

Μπορείς να βάλεις κάποια πράγματα για τον εαυτό σου και τις επιθυμίες σου μέσα εκεί.

Άρχισε, με το να βάλεις μέσα το όνομά σου και κάθε τι που σημαίνει κάτι για σένα. Τα ρούχα σου, τα αγαπημένα σου αξεσουάρ,ολόκληρη την γκαρνταρόμπα σου, τα καλλυντικά σου.

Παρατήρησε πως στροβιλίζονται τα πράγματα. Βάλε στην τσάντα τα έπιπλά σου, ολόκληρο το σπίτι σου.

Βάλε το αμάξι σου, ό,τι λέει για σένα, ότι προσπαθείς να πεις στους ανθρώπους για τον εαυτό σου.

Τώρα βάλε το τηλέφωνό σου και όλα σου τα υπάρχοντα. Βάλε στη τσάντα το επάγγελμά σου και ότι ιδέες έχεις για το τι κάνεις.

Βάλε τα όνειρά σου, τους φόβους σου, τις πεποιθήσεις σου.

Τα πιστεύω σου για τους άντρες, για τις γυναίκες, για την ράτσα σου, για τα κιλά σου, για την απόχρωση του δέρματός σου.

Βάλε όλες τις κρίσεις σου, όλα τα παράπονά σου.

Βάλε στην τσάντα τις γνώμες σου για την υπόληψη, την αποτυχία, για πράγματα που νιώθεις ένοχος, γνώμες που οι άλλοι έχουν για σένα. Γι‘αυτά που επιθυμούσαν οι γονείς σου να είσαι, οι φίλοι σου.

Βάλε τις σχέσεις που άφησες, τις σχέσεις που σε άφησαν.

Βάλε την διστακτικότητά του, τις αρνήσεις σου. Τις αιτίες που μπορεί να είσαι αυτό που είσαι.

Όλα αυτά στροβιλιζόμενα στο πορφυρό φως. Κάθε τι που είναι εσύ, κρύβεται εκεί μέσα.

Τώρα πέτα και τα ρούχα σου και μείνε γυμνός.

Ο,τι βρίσκεται εκεί, το δημιούργησες εσύ. Δεν είναι εσύ όμως!

Εσύ είσαι αυτός που κοιτάζει την τσάντα. Τώρα μπορείς να κρατήσεις οτιδήποτε διαλέγεις.
Αυτό είναι η επιλογή σου. Τώρα σε μια στιγμή, ετοιμάζεσαι να της δώσεις μια τεράστια κλωτσιά.

Θα μετρήσω μέχρι το τρία κι εσύ είσαι έτοιμος να την κλωτσήσεις τόσο δυνατά, ώστε θα φτάσει στην άλλη άκρη του Σύμπαντος.»

Έκανα αυτόματα το συνειρμό. Έχω πολλές τσάντες, άλλες πανάκριβες κι άλλες αγορασμένες απ΄τα παζάρια.

Τις έχω κοπανήσει νευριασμένα, τις έχω κουνήσει με χάρη, τις έχω μαγκώσει με φούρια στα λεωφορεία, άλλες τις πέταξα στον κάδο μετά από ένα αποτυχημένο ραντεβού, θεωρώντας πως αυτές φταίνε για την κακιά στιγμή.

Ποτέ όμως δεν άφησα καμία να με προσδιορίσει. Ζούμε σε μια τρελά γρήγορη κοινωνία που πλέον είναι τόσο πλασματικά όλα, που γρήγορα χάνουν τη λάμψη τους.

Η τσάντα αυτή είχε γίνει το «εγώ» της, ολόκληρο το «είναι» της. Που έπρεπε να το τοποθετήσει περίτρανα στο κάθισμα για να φανεί. Κι εκείνη δίπλα, όρθια να στέκεται ατσαλάκωτη με τα τακουνάκια της.

Η τσάντα της είχε γίνει ολόκληρος ο μικρόκοσμός της. 

Ναι έχω κι εγώ μια τέτοια λουστρίνι τσάντα σαν αυτή που κάθεται δίπλα μου στο τρένο. Αλλά καμία σαν την πορφυρένια τσάντα.

Συντάκτης: Αναστασία Σταθοπούλου