Η παραπλάνηση, σύμφωνα με το λεξικό, είναι μια ενεργεία με σκοπό να προκαλέσει λαθεμένη εκτίμηση ή συμπέρασμα για κάποιον ή για κάτι. Μια ενεργεία που συναντάμε αρκετά συχνά στη ζωή μας ως πομποί ή δέκτες.

Ένοχοι έχουν αθωωθεί κι αθώοι έχουν κατηγορηθεί για παραπλάνηση. Είτε για να κερδίσουν κάτι από ‘κείνους είτε για να δημιουργήσουν μια εικόνα για ‘κείνους τελείως διαφορετική από αυτή που ισχύει στην πραγματικότητα.

Παραπλάνηση για να αντλήσεις πληροφορίες και στοιχεία που υπό άλλες συνθήκες δε θα μπορούσες να αποκομίσεις. Μια απάτη, λοιπόν, για να αφήσουμε για λίγο τις πιο στρογγυλεμένες κι ωραιοποιημένες λέξεις. Μια εξαπάτηση, διαφθορά, συνωμοσία για το προσωπικό σου συμφέρον, για να κερδίσεις κάτι ή να μη χάσεις κάτι άλλο.

Από μικρά παιδιά μπήκαμε στο κόλπο και κάναμε βουτιά στην παραπλάνηση για να κολυμπήσουμε προς όποια κατεύθυνση μας συνέφερε, με όσο το δυνατόν λιγότερο κόπο. Μια αγγαρεία που θα κάναμε τα πάντα για να την αποφύγουμε έδινε συνήθως το ερέθισμα ώστε να θελήσουμε να ξεγελάσουμε κάποιον. Και ποια είναι η χειρότερη αγγαρεία για ένα παιδί; Το διάβασμα προφανώς.

Ήμασταν, λοιπόν, στο σπίτι, στο γραφείο ή το δωμάτιό μας και, την ώρα της υποτιθέμενης μελέτης, χαζεύαμε, παίζαμε nintendo ή διαβάσαμε κόμιξ, μέχρι που ακούγαμε τους γονείς να πλησιάζουν, κρύβαμε τα ενοχοποιητικά στοιχεία κι αρχίζαμε να λέμε δυνατά το μάθημα της Ιστορίας. Παραπλάνηση για να αποδείξουμε πόσο διαβαστερά παιδιά ήμασταν.

Στην ίδια λογική κινούμασταν και στο σχολείο κι εκεί βάζαμε όλη μας τη μαεστρία για να ξεγελάσουμε δασκάλους κι αργότερα καθηγητές, που όσα πέρναγαν τα χρόνια συνήθιζαν να γίνονται κι εκείνοι πιο καχύποπτοι κι αυστηροί. Έπρεπε, επομένως, να γίνουμε κι εμείς βιρτουόζοι στην παραπλάνηση.

Έπρεπε κάπως να αντεπεξέλθουμε στις συνθήκες. Γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που στα σχολικά μας χρόνια σηκωθήκαμε στον πίνακα χωρίς να το θέλουμε, χωρίς να ‘χουμε υψώσει το χέρι και κυρίως χωρίς να γνωρίζουμε το μάθημα ή τη λύση της εξίσωσης. Μάθαμε, λοιπόν, να ξεγλιστράμε μπλοφάροντας, κοιτώντας στους στα μάτια με σιγουριά, ρισκάροντας να την πατήσουμε άσχημα, για να πείσουμε πως δε φοβόμαστε να σηκωθούμε, και στη συνέχεια εξελίξαμε και διάφορα άλλα τρικς.

Γιατί μπορεί οι γονείς να μας έπαιρναν πάντα χαμπάρι λίγο μετά, αλλά με τους καθηγητές φάνηκε να κάναμε καλή δουλειά ή έστω να μην τους ενδιέφερε και πολύ. Με ένα προφανές άγχος βλέπαμε το όλο κυνηγητό σαν μια πρόκληση. Έτσι, όταν ξεκίναγαν οι ερωτήσεις για την εξέταση, αυτός που δε γνώριζε την απάντηση έριχνε το στιλό ή το μολύβι του κάτω, ώστε να σκύψει να το πιάσει, με αποτέλεσμα ο καθηγητής να μη δει το κεφάλι μας και να προχωρήσει στον επόμενο μαθητή. Άλλες φορές εστιάζαμε όλη μας την προσοχή στο βιβλίο, τάχα ότι διαβάζαμε κάτι με προσήλωση για να μη μας προσέξει ή –οι πιο ατρόμητοι– φωνάζαμε με ενθουσιασμό και σηκώναμε παραστατικά το χέρι, παίζοντας τα όλα για όλα.

Και το θέατρο συνεχιζόταν με δήθεν πόνους στην κοιλιά για να ζητήσουμε να φύγουμε από την τάξη. Στην πραγματικότητα, καταλήγαμε με μια τυρόπιτα στο προαύλιο χάνοντας την ώρα της εξέτασης. Ανάλογα σκαρφιζόμασταν διάφορα για σκονάκια κι αντιγραφές ή να βρούμε τρόπο να μασουλήσουμε μες στην αίθουσα.

Οι εποχές άλλαξαν και πλέον ξεγελάμε κυρίως τον εαυτό μας, αλλά αυτές οι μικρές απάτες χώρεσαν στον φάκελο της μνήμη με τίτλο «τα ομορφότερά μας χρόνια».

Συντάκτης: Χρύσα Αρώνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη