Στη ζωή οι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν κάποια βήματα παρακάτω ή να μείνουν στάσιμοι. Από επιλογή τους, κυρίως, μένουν ελεύθεροι και μόνοι ή μπαίνουν σε σχέσεις, που άλλοτε τις επισημοποιούν . Μ’ ένα γάμο, έναν αρραβώνα ή για αρχή (ίσως και χωρίς άλλη εξέλιξη) με μια συγκατοίκηση.

Το βασικό είναι να ταιριάξουν για να μπορέσουν να πορευτούν μαζί. Αν δεν καταφέρουν να βρουν κοινά σημεία ή απλά έναν τρόπο επικοινωνίας, έρχεται σχεδόν εκβιαστικά η απόφαση της μοναξιάς. Επιλέγουν, δηλαδή, να μείνουν μόνοι, μέχρι να βρουν κάποιον που αμοιβαία θα δεθούν και θα αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλον.

Υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων. Είναι εκείνοι που προτιμούν στην προσωπική τους ζωή να μην έχουν μια σταθερή σχέση. Τους αρέσει η μοναχικότητά τους, η προσωπική τους ελευθερία. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνοι που μόνο μέσα σε μια σχέση νιώθουν συναισθηματικά πλήρεις. Αυτοί που αποδέχονται τη μοναξιά και τη μη –σταθερή– σχέση από επιλογή τους, ξέρουν ποιοι είναι, τι πραγματικά χρειάζονται και ποιες είναι οι ανάγκες τους. Είναι τις περισσότερες φορές ξεκάθαροι εξαρχής σε κάθε νέα επαφή, και πολύ καλά κάνουν! Δεν ενδιαφέρονται για σχέσεις, συγκατοικήσεις, αρραβώνες, γάμους ή οικογένεια. Προτιμούν κι επιλέγουν την ελευθερία.

Απ’ την άλλη, εκείνοι που αναζητούν τη σταθεροποίηση στα προσωπικά τους, αναλύουν το καθετί. Σχέσεις προηγούμενες και περαστικές, σχέσεις που πρόκειται να ‘ρθουν, σχέσεις που σκοπό έχουν να κρατήσουν. Κι είναι οι ίδιοι που ίσως να χώρισαν πρόσφατα ή καιρό πριν, με αποτέλεσμα να μείνουν μήνες ή και χρόνια μόνοι τους. Επιζητούν τη συντροφιά, αλλά δε συμβιβάζονται για να την βρουν. Περιμένουν αυτό που αξίζει κι όταν το βρουν, όταν αισθανθούν άνετα και καταλάβουν πως υπάρχει αμοιβαιότητα, δημιουργούν σχέσεις, με την ελπίδα αυτή τη φορά να μην απογοητευτούν ξανά. Δεν υπόσχονται τίποτα παραπάνω απ’ το ότι θα προσπαθήσουν για το «μαζί». Και σίγουρα το βήμα της συγκατοίκησης δεν είναι κάτι που απορρίπτουν για το μακρινό ή κι άμεσο μέλλον.

Κι ο καιρός περνά κι όσο η σχέση χτίζει θεμέλια, τόσο πλησιάζει η ιδέα της συμβίωσης, φέρνοντας μαζί της ερωτηματικά. Κατά πόσο είναι εύκολη η προσαρμογή στη συγκατοίκηση, όταν κι οι δύο προέρχονται από μακρύ διάστημα μοναξιάς κι ανεξαρτησίας; Το ότι έζησαν για καιρό μόνοι είναι κάτι που τους βοηθά να σκεφτούν καθαρά τι αναζητούν και ποιες είναι οι ανάγκες τους, κάνοντάς τους πιο συνεργάσιμους; Η μήπως η συνήθεια της μοναχικότητας έπλασε και συντήρησε χαρακτήρες περισσότερο εγωιστικούς, που έχουν μάθει να σκέφτονται μονάχα τον εαυτό τους;

Η συγκατοίκηση, δικαιολογημένα, είναι ένα βήμα που τρομάζει. Φέρνει νέα δεδομένα κι η προσαρμογή σ’ αυτά δεν είναι πάντα εύκολη. Από το α’ ενικό περνάμε στο α’ πληθυντικό, κι αυτή η μετάβαση, για να ‘ναι ομαλή, απαιτεί την πλήρη αποδοχή του άλλου. Όχι απλώς θεωρητικά αλλά πρακτικά όταν συμφωνείς να ζεις με κάποιον  κάτω απ’ την ίδια στέγη οφείλεις να αποδέχεσαι και να ανέχεσαι όλα τα καλά και τα άσχημα που κουβαλά και φυσικά θα τα εξωτερικεύει μέσα στον πιο προσωπικό του χώρο, στο σπίτι του, στο σπίτι σας.

Όταν ο ένας απ’ τους δύο έχει συνηθίσει τη μοναξιά και του αρέσει να ζει μόνο για την πάρτη του, όσο και να θέλει να συγκατοικήσει, θα ‘ναι αντικειμενικά πολύ δύσκολο για ‘κείνον να αποκοπεί απ’ τις συνήθειες του παρελθόντος και τον ατομικιστικό τρόπο σκέψης και δράσης του. Χρειάζεται χρόνο για να ξεμάθει και να υιοθετήσει νέες συμπεριφορές, αλλιώτικες απ’ αυτές που είχε όταν ήταν ελεύθερος και ζούσε μόνος. Πρέπει να κατανοήσει τα «θέλω» του ανθρώπου του και, πλέον, συγκατοίκου του, να κάνει υποχωρήσεις κι αλλαγές στο πρόγραμμά του για να καταφέρει να ισορροπήσει στη συμβίωση.

Ωστόσο, όσο διάστημα κι αν πέρασε επιλέγοντας τη μοναξιά, αφού αποφασίζει να κάνει αυτό το βήμα, σημαίνει πως έχει αναλύσει τις σκέψεις και τις επιθυμίες του. Γνωρίζει τα υπέρ και τα κατά της συγκατοίκησης και συνειδητά την επιλέγει. Ακόμα κι αν πέρασε καιρό μόνος, αυτό τον έχει βοηθήσει να μάθει ποιος είναι πράγματι, πώς να αντιδράει σε μια σχέση, αν κάτι τον ενοχλεί, πώς να διεκδικεί αυτό που θέλει αλλά και πόσο σημαντικό είναι να σέβεται τον σύντροφό του και κάποτε να υποχωρεί.

Ξέρει εξαρχής τι θα επακολουθήσει αν συγκατοικήσει, και τι απαιτεί αυτό το βήμα κι απ’ τον ίδιο. Βάζει φρένο στον εγωισμό του και σταματάει να σκέφτεται αποκλειστικά τον εαυτό, όπως συνήθιζε να κάνει όταν έμενε μόνος. Πλέον είναι δύο και το σπίτι ανήκει εξίσου και στους δύο. Μοιρασμένες ευθύνες κι ελευθερίες.

Επομένως, η μακρά μοναχικότητα προσφέρεται σαν μια καλή ευκαιρία για αυτοκριτική κι ανασυγκρότηση στα «θέλω» και στα «ζητάω», οδηγώντας σ’ ένα ξεκαθάρισμα και κάνοντας πιο εφικτή τη συγκατοίκηση, αφού πια αποτελεί συνειδητοποιημένη επιλογή. Το μυαλό έχει ωριμάσει, έχει αναλύσει υπέρ και κατά κι έχει πάρει την απόφασή του, κι αν βρίσκονται κι οι δύο σ’ αυτή τη φάση, τότε η μεταξύ τους ισορροπία είναι σχεδόν δεδομένη. Όταν, λοιπόν, από κοινού πάρουν αυτήν την απόφαση, η συγκατοίκηση μόνο ομαλά θα μπορέσει να κυλήσει. Φυσικά με συζητήσεις κι ανοιχτά χαρτιά μεταξύ του ζευγαριού.

Η μοναξιά, τελικά, έχει και τα καλά της. Προσφέρει επίγνωση κι αυτή είναι η αρχή της αρμονίας!

Συντάκτης: Χρύσα Αρώνη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη