Σήμερα αποφάσισα να σ’ αφήσω να τρυπώσεις για λίγο στη σκέψη μου και πάλι. Βάζω ένα ποτήρι κρασί, ανάβω τα κεριά μου και το πρώτο μου τσιγάρο. Χαμογελάω ακόμα όταν φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα σου. Έχω επιλέξει μάλιστα, εσκεμμένα, να αποτυπώσω μέσα μου μια εικόνα που είσαι ήρεμος κι ευτυχισμένος. Μια εικόνα από ένα ταξίδι μας που γελάς σαν μικρό παιδί. Αυτή θέλω, έτσι θέλω να σε θυμάμαι.

Λένε πως όταν κάποιον τον σκέφτεσαι έντονα, σε σκέφτεται κι εκείνος. Στην αρχή δεν υπήρχε κλάσμα του δευτερολέπτου που να μην είσαι εκεί. Σε ένιωθα παντού, ένιωθα να με φωνάζεις, ήξερα πότε δεν είσαι καλά, ήμουν σίγουρη. Τώρα πια έχω εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να μη σε σκέφτεται παρά μόνο στιγμές. Γυρνάω σήμερα πίσω το χρόνο και θυμάμαι.

Όταν πρωτογνωριστήκαμε σε είχα προειδοποιήσει, θυμάσαι; Σου έλεγα τότε πως είμαι δύσκολος άνθρωπος, απαιτητικός, κτητικός, αυθόρμητος, αλλά κυρίως δε μου αρέσει να μοιράζομαι τίποτα δικό μου. Γελούσες, μάλλον γιατί είχες άγνοια κινδύνου. Σου είχα πει, θυμάμαι πως είμαι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί και να το πιστέψεις, αρκεί να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις σε τούτα τα ελαττώματά μου, αλλά και στα χαρίσματα.

Κυρίως στα χαρίσματα γιατί ήταν πολλά και πολύ ενδιαφέροντα σε σχέση με ό,τι είχες ζήσει μέχρι στιγμής. Συνέχιζες να χαμογελάς εσύ. Εγώ όμως ήμουν εντάξει με τη συνείδησή μου γιατί πολύ απλά σε είχα προειδοποιήσει. Ό,τι είχα να στο πω στο είπα.

Τώρα λοιπόν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και βλέπω πως αρχίζεις να συνειδητοποιείς κάθε μου κουβέντα που τότε πέρασε σαν πρόσκαιρο συννεφάκι απ’ το μυαλό σου. Τώρα είμαι σίγουρη πως αναθεματίζεις την ώρα και τη στιγμή που δεν έδωσες βάση στα λόγια μου. Ούτε εκείνα τα πρώτα, αλλά ούτε και τα τελευταία. Πριν ανοίξω την πόρτα και φύγω σου είπα πως είμαι εδώ γιατί ακόμα πιστεύω σε μας, πιστεύω πως αξίζουμε ο ένας στον άλλον. Δεν ήθελες να ακούσεις τίποτα πέρα απ’ τις ανασφάλειές σου. Σε τύφλωσε η ηττοπάθεια.

Σου είπα πως ήσουν ευτυχισμένος και φαινόταν στα πάντα επάνω σου. Σε εκείνο το λαμπερό χαμόγελο, στα αστεία και τα πειράγματα, στα τραγούδια που σιγοψιθύριζες όλη μέρα, ακόμα και στην ενέργεια που είχες να κάνεις διαρκώς πράγματα καινούρια στη ζωή σου. Δεν ήσουν έτσι όταν σε γνώρισα. Ήσουν ένας στενάχωρος άνθρωπος.

Σαν να φωτίστηκε η ψυχή σου. Έλεγες, θυμάμαι «Μα πού τη βρίσκεις τόση ενέργεια; Είσαι η χαρά της ζωής, είσαι το γέλιο κι η αγκαλιά που θέλω το βράδυ να αποκοιμηθώ». Έχασες τα πάντα μέσα απ’ τα χέρια σου. Προσπάθησα πολύ, αλλά τελικά ήσουν ανεπίδεκτος.

Πέρασε καιρός, αλλά είμαι σίγουρη πως κάθε μας στιγμή είναι εκεί μέσα στη σκέψη σου για να σε εκδικείται που δε φάνηκες αντάξιος των περιστάσεων. Δεν περνάς καλά χωρίς εμένα. Παραδέξου το. Η ζωή σου είναι ένα μοτίβο μονότονο που το ξέρεις απέξω κι ανακατωτά. Τα έντονα χρώματα σε τρομάζουν. Σε βγάζουν απ’ την ασφαλή πορεία σου.

Είμαι σίγουρη πως κάθε που βλέπεις την κούπα του καφέ σου σκέφτεσαι τους ατέλειωτους καφέδες και τις συζητήσεις μας. Πως κάθε φορά που μπαίνεις στο αμάξι σου σκέφτεσαι τις τρέλες που κάναμε και γελούσαμε σαν παιδιά 20 χρόνων. Πως όταν κάθεσαι και κοιτάς το ταβάνι τις ώρες που είσαι μόνος, σκέφτεσαι πως τρέχαμε μέσα στο σπίτι γιατί, σαν μεγάλο πειραχτήρι που είμαι, δε σε άφηνα ποτέ σε ησυχία… Είμαι σίγουρη πως κάθε γωνία του σπιτιού θυμίζει εμάς αγκαλιά να μη χορταίνουμε ο ένας τον άλλο.

Δεν περνάς καλά χωρίς εμένα και να σου πω την αλήθεια μου; Δε θέλω να περνάς καλά χωρίς εμένα. Θέλω να κατακλύζω τη σκέψη σου σε κάθε τραγούδι που ακούς στο σταθμό που άρεσε και στους δυο, να σκέφτεσαι ότι ίσως να το ακούω κι εγώ εκείνη τη στιγμή.

Θέλω να με ψάχνεις κάθε φορά που είσαι έξω μήπως και δεις το αυτοκίνητό μου κατά λάθος. Να με συγκρίνεις με κάθε γυναίκα που θα γνωρίζεις και να τη βγάζεις λειψή μπροστά μου. Να περνάς έξω απ’ το σπίτι μου παραμυθιάζοντάς σε ότι έρχεσαι να με δεις, αλλά να ξέρεις πως δεν μπορείς να χτυπήσεις ξανά το κουδούνι μου.

Να βγαίνεις με φίλους και να σου λένε πόσο ανόητος είσαι που δεν μπόρεσες να κρατήσεις τον άνθρωπο που σε έκανε ευτυχισμένο. Θέλω να ξαπλώνεις το βράδυ στο κρεβάτι σου, να κλείνεις τα μάτια και να σκέφτεσαι πως είμαι εκεί, σε γεμίζω φιλιά και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο πέρα από εμάς τους δυο κι όταν τα ανοίγεις να πονάει το κορμί σου απ’ την έλλειψή μου.

Να στριφογυρνάς και να σε βρίσκει το ξημέρωμα εξαντλημένο ο ύπνος απ’ τις σκέψεις που αποφεύγεις να κάνεις τη μέρα. Δε θέλω να περνάς καλά χωρίς εμένα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί η επιλογή ήταν τελικά δική σου. Δική σου κι η τιμωρία.

Γιατί εγώ τελικά πια περνάω καλά χωρίς εσένα και μου πήρε καιρό να το καταφέρω.

 

Επιμέλεια Κειμένου Βίβιαν Παναγιώτου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Βίβιαν Παναγιώτου