Καθώς περπατάς στον δρόμο σου, προς εκείνες τις άγνωστες κατευθύνσεις που ο καθένας μας πορεύεται, όλο και κάπου θα συναντήσεις ένα πεταμένο αποτσίγαρο αγάπης, ένα σκουριασμένο σίδερο λύπης, ένα τσαλακωμένο χαρτί χαράς, μπαλωμένα ρούχα της ευτυχίας και όλα εκείνα τα απομεινάρια που θα προσπεράσεις επιδεικτικά αδιάφορα. Όμως θα παρατηρήσεις κι εκείνους, που επιβιώνουν με αυτά τα απομεινάρια, αυτά τα κατάλοιπα συναισθημάτων.

Ο άνθρωπος -δίχως να μπορεί να καταλάβει εάν είναι ευχή ή κατάρα- αισθάνεται βαθιά και καταλυτικά, δημιουργεί άπειρες λέξεις, εκφράσεις, σύμβολα για να αποδώσει όλες τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθηματικών του διακυμάνσεων και όμως τη στιγμή που καλείται να τις θέσει σε εφαρμογή, να εκδηλώσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο όλα εκείνα που βιώνει μέσα του, σταματά απότομα, στέκεται επικριτικά απέναντι από τον καθρέπτη που έχει τοποθετήσει στον εαυτό του, συλλογίζεται εξαρχής όσα θέλει να πει και αποφασίζει να ακολουθήσει την οδό της απραξίας.

Έχεις γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους στη ζωή σου· είναι εκείνη η κοπέλα που αδυνατούσε πλέον να βρίσκεται σε σχέση με το αγόρι της αλλά δεν μπορούσε να του το πει, εκείνο το αγόρι που κρυφά είχε ερωτευτεί τον συμμαθητή του αλλά πώς να το παραδεχτεί, εκείνος ο φίλος σου που ποτέ δεν είχε το θάρρος να παραδεχτεί ότι προσέχει πάντοτε λίγο παραπάνω εκείνη την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά στο αμφιθέατρο. Είναι όλοι εκείνοι που μπροστά στον φόβο της απόρριψης, της επικείμενης απάντησης και έκβασης της κατάστασης δείλιασαν.

Στη «συγγνώμη» τους πιστεύουν πως η απάντηση θα είναι «δεν τη δέχομαι», στο «σε αγαπώ» τους θα απαντήσουν «εγώ όχι», στο «μου λείπεις» θα παραδεχτούν πως «είμαι καλά μακριά σου» οπότε κάνουν ένα βήμα πίσω, κοιτούν τον άλλον στα μάτια και σχηματίζουν ένα βεβιασμένο χαμόγελο γιατί πιστεύουν ότι θα λυγίσουν στο απογοητευτικό μειδίαμα.

Οπότε φορούν πρόθυμα τα κουρελιασμένα ρούχα, καπνίζουν λίγο από το μισοτελειωμένο τους τσιγάρο και γράφουν στο λεκιασμένο χαρτί ό,τι επιτρέπουν στον εαυτό τους και μαζεύουν στους δρόμους τους όλα εκείνα που επιθυμούν. Συναισθήματα τοποθετημένα προσεκτικά σε στοίβες, φυλαγμένα σε γυάλινες προθήκες μήπως και χαλάσει το επιβλητικό δημιούργημά τους και χαθούν κι αυτά, όμως φλέγονται σταδιακά, όχι από τη λάμψη τους αλλά από την καταστροφική τους δύναμη και περιμένουν καρτερικά την ολοκληρωτική τους έκρηξη αλλά μέχρι να συμβεί αυτό η λάβα (τους) καίει.

Στιγμές έκλαμψης και διαύγειας, υπάρχουν όμως. Σωστά; Έχετε ακούσει για τις εξαρτήσεις και το σύνδρομο της στέρησης, για την εξάρτηση από τα ίδια μας τα συναισθήματα; Τη στιγμή της αλήθειας διστάζουν, τρέμουν, η καρδιά τους πασχίζει μανιωδώς να επιβιώσει και μετά από τόση συγκινησιακή ένταση ακολουθεί μία εκκωφαντική σιωπή σαν να μην είχαν τίποτα να πουν, λες και στην τελική δεν ένιωσαν τίποτα. Οι σιδερένιες αλυσίδες τους λοιπόν ελλοχεύουν μέσα τους, χαραγμένες στην καρδιά και στο μυαλό τους, τα μάτια τους τις προστατεύουν και η λογική τους αποτελούν τους ελεγκτές τους, ορισμένες λέξεις όμως είναι καταδικασμένα να ξεψυχήσουν στο νεκροταφείο των χειλιών.

Σπάνια θα μπορέσουν να δραπετεύσουν από αυτά τα δεσμά, έχουν δημιουργήσει μέσα τους μία συναισθηματική δυστοπία που για εκείνους μοιάζει με επουράνιο βασίλειο, είναι οι προσωπικοί τους θαμμένοι θησαυροί που μονάχα οι ίδιοι μπορούν να είναι κυρίαρχοι: είναι ανεξάρτητοι από τις καρδιές και τις σκέψεις άλλων, αποφεύγουν συνειδητά ή όχι το στοιχείο της αμφιβολίας και χάνονται μέσα στην αυτοδημιούργητη άβυσσό τους.

Αφήνονται στις διαθέσεις των άλλων, ζητιανεύουν σχεδόν για λίγη αγάπη, στοργή, λύπη και χαρά με μία μελαγχολική διάθεση ακόμα κι αν δεν προσφέρεται με τον τρόπο που επιθυμούν, ακόμα και εάν δεν είναι από τα άτομα που τα επιζητούν, ακόμα και εάν καταστρέφονται· αυτό το «ακόμα κι εάν» φαίνεται σαν την προσωπική τους τιμωρία, το τίμημα που οφείλουν να ξεπληρώσουν. Κρατούν όλα αυτά σφιχτά στα χέρια τους, κοντά στους πνεύμονές τους, μέχρι να γίνουν αβάσταχτα.

Αυτή τη στιγμή ας την αποκαλέσουμε σημείο 0 όπου τα πάντα κρέμονται από μία κλωστή, μπορούν να οδηγηθούν στο +1 και στο -1, ένα βήμα είναι και τα δύο. Τα συναισθήματα ξεχύνονται από μέσα τους σαν ορμητικός χείμαρρος, θα υπάρχουν ομηρικοί οδυρμοί και θα αυτοεξορισθούν από το βασίλειό τους και ίσως δεν επιστρέψουν ποτέ εκεί. Ο δρόμος προς την απελευθέρωση απλώνεται περίτρανα ενώπιόν τους: αυτό είναι το βήμα μπροστά. Μπορεί όμως να είναι και το τελειωτικό τους χτύπημα, το κύκνειο άσμα μίας ζωής που ποτέ δεν έζησαν, συναισθημάτων που ουδέποτε αισθάνθηκαν πραγματικά, θα βιώσουν στο μεγαλείο της την οδό που επέλεξαν να ακολουθήσουν, της απόλυτης σιωπής και οι αλυσίδες τους θα γίνουν αόρατες, δε θα μπορέσουν ποτέ πια να τις αφήσουν: αυτό είναι το βήμα πίσω.

«Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια» (Τ. Λειβαδίτης) θα μπορούσαμε να πούμε, αλλά πότε γνωρίζει κανείς τα όριά του παρά μόνο όταν τα υπερβαίνει; Οπότε ας τολμήσουμε να μιλήσουμε, να εκφράσουμε όλα εκείνα που αισθανόμαστε, να ζήσουμε όλα εκείνα που σκεφτόμαστε γιατί εκεί έξω, πέρα από απορρίμματα υπάρχουν κι άνθρωποι, που περιμένουν εκείνα τα λόγια για να αισθανθούν βαθιά και να ανταποκριθούν ειλικρινά. Εκείνοι που θα καταρρίψουν τα «ακόμα κι εάν» μας.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου