Ήμουν κάπου στα 16 αν δεν κάνω λάθος όπου, καθώς δεν είμαι καθόλου πρωινός τύπος, έχοντας χάσει το σχολικό σύρθηκα μέχρι τη στάση ώστε να αποφύγω την απουσία της πρώτης ώρας. Με μισόκλειστο το μάτι, σε ένα λεωφορείο που δε χωρούσε θα έλεγε κανείς άλλο έμψυχο ον, ένιωσα ένα παράξενο άγγιγμα λίγο κάτω από τη μέση. Μη έχοντας την εμπειρία ή τα αντανακλαστικά, αν θες, που διαθέτω σήμερα, δεν αντέδρασα· μα αυτό ήταν το λιγότερο. Αισθάνθηκα πως έφταιξα εγώ για αυτό που συνέβη. Πως ήμουν αρκετά κοντά σε εκείνον τον άγνωστο τύπο, πως ευθυνόταν η φόρμα που φορούσα μιας κι ήταν μέρα με γυμναστική στο πρόγραμμα. Ντράπηκα. Δε μίλησα ποτέ σε κανέναν μα μέσα μου είχε ήδη δημιουργηθεί εκείνος ο φόβος πως κάτι θα γινόταν κάθε φορά που ερχόμουν αντιμέτωπη με κάποιον άγνωστο όσο θα ήμουν μόνη. Ως δια μαγείας, ξεκίνησα να ξυπνάω στην ώρα μου κι όταν σπανίως δε συνέβαινε αυτό ζητούσα από κάποιον δικό μου να με μεταφέρει στο σχολείο.

Μεγαλώνοντας λίγο άρχισα να αποβάλλω εκείνον το φόβο μέχρι που, ανήλικη ακόμη, παρατήρησα συμπεριφορές ορισμένων καθηγητών όπου προσβάλαν την αισθητική μου και την παιδεία που είχα από το σπίτι μου. Έχοντας πάντοτε την υπόνοια πως είμαι ωριμότερη της ηλικίας μου αποφάσισα να μην αφήσω κανέναν να με φοβίσει. Ξεκίνησα να αναζητώ έννοιες όπως ο σεξισμός, ο σαρκασμός, ο φεμινισμός.

Δε θα αναγγείλω καμία βαρύγδουπη δήλωση απόψε όμως θα σου εξηγήσω πόσο εύκολα μπορεί κανείς να κρύψει τα πιστεύω του πίσω από την ασπίδα του χιούμορ. Είναι εκείνη η στιγμή στο οικογενειακό τραπέζι που ο θείος χαριτολογώντας θα σου πει «άντε να τελειώνεις με τις σπουδές σου, να βρεις ένα καλό παιδί να κάνεις οικογένεια». Κι αν εσύ απαντήσεις πως δεν είναι στα άμεσα πλάνα σου, θα σπεύσει να σου τονίσει ότι αστειευόταν. Όχι! Δεν αστειευόταν απλώς έτσι μεγάλωσε κι έτσι θέλει να γαλουχήσει όλους τους υπόλοιπους. Η πρόφαση του αστεϊσμού θα τον γλιτώσει από εποικοδομητικές συζητήσεις που ίσως τον εμπλέξεις γνωρίζοντας πως δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί. Φυσικά δεν έχω τη διάθεση να μειώσω κανέναν θείο ή θεία που ενδιαφερόμενος θα προτρέξει σε τέτοιου είδους σχόλια μα όσο καλή κι αν είναι η πρόθεση κάποιου, μιλάμε για το ίδιο υπόβαθρο.

Μεγαλώνοντας σε μια γενιά όπου έζησε την ενσωμάτωση της ίσης αντιμετώπισης των γυναικών στην κοινωνία, ίσως μέχρι ένα σημείο να βγάζει κάποιο νόημα να μην μπορεί να ενστερνιστεί πως τέτοιου τύπου σχόλια είναι σεξιστικά. Όχι θείε, δε θέλω να τελειώσω τη σχολή μου. Όχι θείε, δε θέλω να παντρευτώ. Ξέρεις θείε, δε μου επιτρέπεται να παντρευτώ γιατί ο άνθρωπός μου είναι του ίδιου φύλλου. Βλέπεις θείε, δεν είμαστε όλοι πλασμένοι να γίνουμε γονείς. Όχι θείε, εγώ θέλω να κάνω καριέρα κι ύστερα να ασχοληθώ με τα προσωπικά μου. Είναι όλες απαντήσεις που φοβήθηκαν να βγουν από τα στόματά μας όταν έπρεπε να τις βροντοφωνάξουμε. Εδώ ίσως να φέρουμε ένα μερίδιο ευθύνης αφού αποφύγαμε να θέσουμε τα όριά μας προς τους άλλους.

Θυμάμαι κάποτε είχα ένα φλερτ με ένα παιδί το οποίο μου έκανε την ερώτηση «με πόσους έχεις πάει;». Παρέλειψα να ρωτήσω «πού» αφού δε μου είχε μείνει όρεξη για χιούμορ οπότε αναρωτήθηκα «τι τον ενδιαφέρει; Πρέπει να απαντήσω; Αν δε θέλω; Τον αφορά;». Τελικά απλώς απάντησα έναν αριθμό που δεν ήταν καν πραγματικός κι αφού πήρε το χρόνο του κάνει πράξεις με ηλικίες, πότε, πώς κ.λ.π, έσπευσε να με αποκαλέσει «εύκολη». Κάπου εκεί ξεκίνησα να αναλύω πως είναι προσωπική επιλογή του καθενός συνεπώς δεν μπορείς να βγάζεις γρήγορα συμπεράσματα ούτε να χαρακτηρίζεις· μα τζάμπα κόπος. Ο τύπος πιο στενόμυαλος από εκείνον τον θείο. Κάπως άδοξα τελείωσε το φλερτ μας όμως ένιωσα ένα κύμα ευτυχίας και υπερηφάνειας να με κατακλύζει αφού αυτή τη φορά κατάφερα να σηκώσω ανάστημα υπερασπιζόμενη τον εαυτό μου.

Πόσες φορές έχουμε ακούσει στον δρόμο εκείνη την κλισέ πια ατάκα, «παράτα το τιμόνι κι άιντε να πλύνεις κάνα πιάτο». Εδώ φίλε, να σε ενημερώσω πως δεν χρειάζεται πλέον αφού υπάρχουν κάτι εξαιρετικά μηχανήματα που κάνουν όλη την δουλεία για εμάς ώστε να μας μένει ελεύθερος χρόνος να οδηγούμε. «Ή από την άλλη το Βρε τι άντρας είσαι εσύ που κλαις/ τρέχεις πίσω από το βρακί της/ επιτρέπεις να σου μιλάει έτσι;». Έχω μείνει τόσο στο σεξιστικό κομμάτι γιατί μέχρι και σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία που ανθίζει ακόμη και μας αφορά όλους. Γονείς που πρέπει πια να βάζουν σωστές βάσεις στα παιδιά τους, καθηγητές που να κατακρίνουν τέτοια φαινόμενα αντί να τα πράττουν οι ίδιοι και παιδιά να είναι έτοιμα να αντιδράσουν σε κάθε υποφαινόμενο χιούμορ με επιχειρήματα.

Το να μην αντιδράς σε σεξιστικά, φυλετικά ή εθνικιστικά σχόλια που κρύβονται πίσω από την ταμπέλα του αστείου δε σε καθιστά λιγότερο ένοχο. Αν μάλιστα γελάσεις ή μπεις στη διαδικασία να αναπαράγεις ένα από αυτά σε κάνει αυτομάτως συνεργό αφού έχεις ενθαρρύνει κάποιον να συνεχίσει να πρεσβεύει λανθασμένες απόψεις ενώ ταυτόχρονα κάνεις ακριβώς το ίδιο. Δεν είναι κουλ να αποκαλέσεις τη συμμαθήτριά σου εύκολη, να κοροϊδέψεις τον ομοφυλόφιλο συνεργάτη σου ή τα περιθωριοποιήσεις τον αλλοδαπό συνάνθρωπό σου. Είναι όμως κουλ να τους προστατέψεις από παρόμοιες καταστάσεις σταματώντας με επιχειρήματα την άποψη εκείνου του θείου, του συμμαθητή, συνεργάτη ή αγνώστου.

Παρατηρείται πως τέτοιου είδους χιούμορ διαθέτουν προνομιούχοι άνθρωποι. Πράγμα στενάχωρο διότι σε εκείνους ειδικά θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο πως το να μην είσαι ρατσιστής ή σεξιστής είναι το αυτονόητο. Με θυμώνει να ακούω εκείνο το «πλάκα έκανα» που μόνο πλάκα δεν είναι ως προς το υποκείμενο του χλευασμού. Υπάρχουν εκατοντάδες αστεία τα οποία δεν απαιτούν καμία υποβάθμιση ατόμου ή ομάδας ώστε να προκαλέσουν γέλιο οπότε την επόμενη φορά προσπάθησε να επιλέξεις ένα από αυτά.

Με θλίβει ιδιαίτερα που πρέπει ακόμη να σκέφτομαι τι θα βάλω για να μην προκαλέσω ή να φοβάμαι να περπατήσω μόνη μου το βράδυ. Δε θέλω να λέω πια στο ανιψάκι μου να προσέχει κι ότι αντί για σύγχρονο ας επιλέξει την αυτοάμυνα που ίσως του φανεί πιο χρήσιμη. Ας προσπαθήσουμε όλοι να γίνουμε λίγο πιο πολύ άνθρωποι. Άνθρωποι που δεν κρίνουν από φύλλο, χρώμα, προτιμήσεις ή ό, τι άλλο αφορά τυχαία γεγονότα.  Κι όχι, να ξέρετε, καθόλου πλάκα δεν είχε ποτέ κι ούτε θα έχει.

 

Συντάκτης: Μέρσα Τσακίρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου