Ο έρωτας μάς υπόσχεται μια θελκτική ελευθερία συναισθημάτων, μια φαντασιακή έκρηξη του μυαλού, απότομες μεταστροφές της καρδιάς που εγγυώνται την απόλυτη ευδαιμονία ενώ η αγάπη μας προσελκύει με την αξεπέραστή της μοναδικότητα, τη μεταρσιωτική της δύναμη και την παραδεισένια πραότητά της. Συνυπάρχουν; Αλληλοεξοντώνονται; Απορρέουν η μία από την άλλη; Όποια κι αν είναι η αφανής απλή (;) σχέση τους, προσδίδουν -ανάλογα με το είδος τους- ένα αίσθημα ασφάλειας και ίσως, λόγω της πεποίθησής μας πως εξ αποκλεισμού οι διαπροσωπικές σχέσεις οφείλουν να καθορίζονται από αυτό το χαρακτηριστικό, επιλέγουμε συντρόφους που ενσαρκώνουν το ακριβώς αντίθετο στοιχείο.

Το άτομο εκείνο που δέχεται κάπως παθητικά τις καταστάσεις, που συμφωνεί συνεχώς με τα λεγόμενα των γύρω του, που πιθανόν δεν έχει τόσα ενδιαφέροντα αλλά ούτε προσπαθεί να ανακαλύψει τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό του, μάς μαγνητίζει την προσοχή. Επιτυγχάνει με μία πρωτόγνωρη ηρεμία κι έλλειψη συζητήσεων γύρω από το πρόσωπό του, να δημιουργήσει ένα ακαθόριστο ερωτηματικό σε εμάς για την ολότητα της ύπαρξής του, το οποίο μας προσελκύει σταδιακά προς εκείνον και το μαγευτικό -προς στιγμήν- πέπλο του αγνώστου, προβάλλει στα μάτια μας τη δελεαστική δυνατότητα της ανακάλυψής του. Ο άνθρωπος εκείνος θα φανερωθεί, θα αναδείξει τις βαθύτερές του σκέψεις, τα κεκαλυμμένα συναισθήματα και τους κρυφούς ενθουσιασμούς του μονάχα σε εμάς· κανείς δε θα μπορούσε να μη νιώσει ξεχωριστός με αυτή την σκέψη, την πεποίθηση πως το πολυτιμότερο αγαθό της ψυχής του θα αποτελεί αποκλειστικό προνόμιό μας.

Αγνοήσαμε επιδεικτικά τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που ελλοχεύουν στην καρδιά του, την αδυναμία εκδήλωσης σκέψεων κι επιθυμιών, την επαναλαμβανόμενη ανάγκη για επιβεβαίωση. Αντίθετα ενισχύσαμε την απαιτητική του τάση για τρυφερότητα και στοργή ενώ τη στιγμή που οφείλουμε να ξαφνιαστούμε με την παράλογη ζήλια και κτητικότητα πιστέψαμε πως ήταν ένδειξη σθεναρούς διεκδίκησης και υπέρμετρου πόθου. Κι όμως κρύψαμε τόσα πίσω από ένα ντροπαλό χαμόγελο, μία αυθόρμητη αγκαλιά κι ένα καθησυχαστικό φιλί.

Κοιταχτήκαμε στον καθρέπτη αντικρίζοντας έναν άνθρωπο που προσπαθεί να εκμαιεύσει από τον σύντροφό του τα πάντα, κάποιες φορές επαινέσαμε το «εγώ» μας με το σκεπτικό του «σωτήρα», θα μετατραπούμε σε μία σωσίβια λέμβο για εκείνον που αδυνατεί να κολυμπήσει κι ίσως ο εγωισμός μας να μετεξελιχθεί σε αυτοπεποίθηση. Ίσως πιστέψαμε στην πεποίθηση του «άλλου μας μισού»: η ωριμότητά μας θα συναντήσει την αφέλειά του, η αυστηρότητά μας θα συνυπάρξει με την ανεμελιά του και το αίσιο τέλος θα είναι η επίτευξη μιας ομοιόμορφης εικόνας, πλασμένης από διαφορετικά σχήματα.

Ακόμα όμως και η επιπόλαιη υποτίμησή μας για εκείνον είναι εσφαλμένη. Άνθρωποι σαν εκείνον θα αναζητούν πάντοτε ανθρώπους σαν εμάς· αδυνατούμε να παραδεχτούμε πως δε διακατεχόμαστε από απόλυτη ευθυκρισία και ορθό προγραμματισμό, λησμονούμε να παρατηρήσουμε τη σαθρότητα που τρέφεται μέσα σε αυτή την σχέση. Λειτουργούμε κυριαρχικά κάτω από αυτές τις συνθήκες, αφού φαινομενικά εμείς κινούμε τα νήματα και πιθανότατα απολαμβάνουμε αυτό το είδος εξουσίας, την οποία ονοματίζουμε αλληλοκατανόηση. Από τη στιγμή που το άλλο άτομο αδυνατεί να διαφωνήσει ουσιαστικά, αποφασίζουμε να υποδείξουμε με κάποιον τρόπο τη μορφή και το περιεχόμενο της σχέσης που εμείς επιθυμούμε, εφόσον κι εκείνο διακατέχεται από μία εσωτερική επιταγή που τό προστάζει συνεχώς «να επιδεικνύει μία σωστή συμπεριφορά» ώστε να αποφευχθούν οι αντιπαραθέσεις.

Αποφασίζουμε λοιπόν να ενστερνιστούμε τη θέση του «γονέα», του «ψυχολόγου», ίσως και του ίδιου του εαυτού σε εκείνον και η υπόγεια καταστροφή επέρχεται με τον εφησυχασμό σε αυτή την κατάσταση, στην οποία κι οι δυο μας περιβάλλουμε με το όνομα του έρωτα. Συλλογιζόμαστε πως θα «προοδεύσει» μέσα από αυτή την επαφή -δίχως φυσικά να συνδράμει με κάποιον τρόπο- , οι υπεύθυνοι αυτής της ανοδικής πορείας θα στεφθούμε εμείς κι εκείνος, υποχρεωμένος σχεδόν να μας επιδείξει την ευχαρίστησή του, θα παραμείνει μαζί μας. Θα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάζουμε καθημερινά το «επίτευγμά» μας, τη ζωντανή απόδειξη την εσωτερικής μας δύναμης αλλά και την αναμενόμενη εξύψωση στα μάτια του. Θα ξεπεράσουμε νοητά όλους εκείνους που απέτυχαν να τον φανερώσουν.

Η αλήθεια όμως είναι πως έχει υπνωτιστεί από αυτή τη θερμή μας αντίδραση και η επιθυμία του είναι να τη διατηρήσει με οποιονδήποτε τρόπο δύναται. Υιοθετούμε την υπερβολική συμπεριφορά λόγω ακριβώς μίας λανθάνουσας ανασφάλειας· εκείνης της ανεπάρκειας. Ο άνθρωπος αυτός είναι μία ευκαιρία για εμάς να αποδείξουμε την αξία μας, να αυτοεπιβεβαιωθούμε και να αποφύγουμε διακριτικά τις εσωτερικές μας δυσκολίες: φόβος σύναψης μίας σχέσης επί ίσοις όροις ή αδυναμία ομαλής συνύπαρξης δίχως επίδειξη δύναμης; Ωσάν σύγχρονοι Άμορι Μπλέιν, ενός μυθιστορήματος που όμως οι χαρακτήρες μας ποτέ δε θα οδηγηθούν στην ενηλικίωση, οραματιζόμαστε πάντοτε εκείνο που θα γινόταν κι όχι αυτό που ήταν.

Τα όνειρα απευθύνονται σ’ εμάς, οι επιδιώξεις σχετίζονται με τους σκοπούς μας, το γεγονός πως μας ελκύει ένας ανασφαλής άνθρωπος σημαίνει πως εμπίπτει σε κάποια αδυναμία ή δυσκολία μας κι εμείς υποδουλωνόμαστε στα δεσμά που οι ίδιοι έχουμε κατασκευάσει με προσοχή. Επιλέγουμε συνειδητά ή όχι εκείνους που θα εμφανίζουν ένα ανεξερεύνητο μυστήριο αλλά την ίδια στιγμή η λύση του θα είναι προφανής και ελάχιστα τολμηρή· δεν ωθούμε τον εαυτό μας στα άκρα αλλά αντιθέτως πλάθουμε τον άλλον στα δικά μας κέντρα. Όμως, ακόμα και όταν το πέπλο που έχουμε περιβάλλει γύρω από την ύπαρξή του εξαφανίζεται σταδιακά κι αποκαλύπτει την πραγματικότητα, εκείνη που θα ήταν υποκριτικό να μην τη διακρίνουμε. Οι προσπάθειές μας απέβησαν άκαρπες, εμείς σταθήκαμε ανάξιοι μίας περίστασης που επωμιστήκαμε άδικα αλλά κληθήκαμε να την επιτύχουμε και τώρα βρισκόμαστε ενώπιον της αλήθειας που είχαμε προκαταβάλλει τον εαυτό μας: ότι δεν είμαστε αρκετοί.

Τα εξωφρενικά πυρά κατευθύνονται σε εμάς και το προσχέδιό μας καίγεται από τη βάση του προς όλες εκείνες τις κατευθύνσεις που προσπαθήσαμε να κινηθούμε ταυτοχρόνως. Κι όμως το μοναδικό λάθος που αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε ήταν οι ίδιες μας οι ανασφάλειες, απέκτησαν αντίκρισμα, υπόσταση και μας προσκάλεσαν να τις οικειοποιηθούμε, να μας δείξουν πως η τραγικότητα με την οποία παρουσιάζονται είναι μηδαμινή κι επιλέξαμε αυτόν τον δρόμο. Η ομίχλη μας έδειξε ένα άγονο μέρος όπου θα ήταν άδικο για εμάς να προσπαθήσουμε να φυτεύσουμε λουλούδια, τη στιγμή που ο κάτοικός του τα απεχθάνεται, αλλά είναι χρέος προς τον εαυτό μας, να μάθουμε να φροντίζουμε όσα απέμειναν σε εμάς και να τα αγαπήσουμε. Γιατί στο τέλος θα προσελκύσουμε και τις μέλισσες που θα τα σεβαστούν και θα διαιωνίσουν τους σπόρους τους.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου