Όπως είθισται, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους ακούγεται το σύνθημα «να πάμε μπροστά, να έχουμε μια νέα Ελλάδα, μια Ελλάδα 2.0, μια μοντέρνα χώρα που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από άλλα μοντέρνα κράτη» κι όλοι αναμένουμε ν’ ακούσουμε και να δούμε για αυτή την τόσο ριζική αλλαγή που υπόσχεται το κάθε κόμμα, με τις μεταρρυθμίσεις που θα φέρει. Μετά λύπης, καμία από αυτές τις υποσχέσεις δε συμβαίνει στην πραγματικότητα γιατί αγνοούμε μια σημαντική παράμετρο που μας καθηλώνει όλους σε παρόμοιες σκέψεις περί μεταστροφής και διαφορετικής αποτύπωσης της ζωής μας. Περισσότερο λοιπόν εντός πραγματικότητας φαίνεται να είναι το «Εμπρός πίσω!» του Κατακουζηνού και του Βυζάν.

Μια σκέψη λοιπόν ή μάλλον ένα φιλοσοφικό ζήτημα επί του θέματος, έχει θέσει καιρό τώρα ο Γάλλος ανθρωπολόγος Μπρούνο Λατούρ με την εξής διατύπωση: «Υπήρξαμε ποτέ μοντέρνοι;» και παρ’ όλο που θα πιστεύαμε πως θ’ απαντούσαμε θετικά, κοιτώντας λίγο την πορεία και τις επιλογές μας, μάλλον θα το ξανασκεφτόμασταν. Ο Λατούρ περιγράφει το μοντέρνο ως μια κατάσταση ή συνθήκη όπου οι άνθρωποι έχουμε αποκοπεί από τη θρησκεία, την οικογένεια και τη μυθολογία ώστε να γίνουμε περισσότερο χειραφετημένοι κι ελεύθεροι. Ήδη, από το σημείο αυτό, θα ήταν απορριπτέα όσα λέμε περί μοντερνισμού και προοδευτισμού. Στη σκέψη, άλλωστε, «όσο λιγότερη επιρροή της θρησκείας υπάρχει σ’ ένα κράτος, τόσο πιο μοντέρνο είναι» η Ελλάδα μένει μετεξεταστέα. Είναι κάτι βαθιά ριζωμένο μέσα μας, που όσο και να παλεύουμε στα άλλα στοιχεία της εξίσωσης, δε μας επιτρέπει να αυτονομηθούμε. Η οικογένεια, πάλι, τραβάει το σκοινί όλο και πιο δυνατά για να μείνουμε πιστοί σε μια φαντασιακή υπόσχεση η οποία δεν αφορά καν την παρούσα ζωή μας, αλλά μια μελλοντική κι αβέβαιη- αν υπάρχει. Λίγο πιο πίσω, οι μύθοι που τόσο μας γοητεύουν, δε σταματάνε να μας θαμπώνουν και να μας ελκύουν κοντά τους, τόσο που να τους υιοθετούμε άκριτα κι αδιαμαρτύρητα. Μέσα από αυτά διαμορφώνεται μια καθημερινότητα που ακόμα κι εάν προσπαθούσαμε πολύ, δε θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε μοντέρνα.

Θολώνουμε την πολιτική με λίγη θρησκεία, την οικογένεια με πολιτική και σε όλα αυτά προσθέτουμε μια πολλά υποσχόμενη αφήγηση κι είμαστε έτοιμοι -αλλά ουδέποτε προετοιμασμένοι- για την επόμενη μέρα. Όσο μπροστά κι αν θέλουμε να προχωρήσουμε, παρατηρείται ότι μένουμε «κολλημένοι» σε συγκεκριμένους ανθρώπους, συνδεόμαστε με δράσεις κι οικονομίες, φοβούμενοι μήπως κι αν επιλέξουμε κάτι άλλο από αυτό που μας έχει πει η οικογένεια ή η θρησκεία μας, θα δυστυχήσουμε. Ακροδεξιά κόμματα εισέρχονται στη Βουλή, κατάδικοι λαμβάνουν εύσημα στη δημόσια τηλεόραση και δημιουργείται ένα Υπουργείο Οικογένειας όπου η εκπρόσωπός του κρίνεται ανίκανη λόγω του ότι είναι άγαμη και άτεκνη, σε ένα σεξιστικό παραληρηματικό αφήγημα. Μέσα σ’ όλα αυτά δε θα μπορούσε να λείπει το πρόσταγμα για πίστη σε μια θρησκεία όπου πολλοί από τους υποστηρικτές της χαρακτηρίζουν άτομα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού «αμαρτωλά». Πού βρίσκεται το «μοντέρνο» μέσα σ’ όλα αυτά ενώ είναι οι ίδιες ενέργειες και πεποιθήσεις με όσα πίστευαν οι άνθρωποι αιώνες πριν με το 1/100 της πρόσβασης που έχουμε σήμερα σε γνώση κι απαντήσεις;

Αυτό που κάνουμε συνεχώς, ίσως για να μπερδέψουμε και ν’ αποπροσανατολίσουμε τους άλλους αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι να μεταβάλλουμε ελαφρώς τα λόγια και τις αποφάσεις μας- να τις παρουσιάζουμε πιο εύπεπτα. Στην πραγματικότητα αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω από υβριδικοί μετασχηματισμοί, αφού αρνούμαστε κατηγορηματικά να δημιουργήσουμε νέα εργαλεία για να αντιμετωπίζουμε και να διαχειριζόμαστε την πραγματικότητα. Μπορεί οι καιροί να προχωρούν «επιστημονικά, τεχνολογικά» ή με όποιον άλλο όρο θα θέλαμε να τους χαρακτηρίσουμε, αλλά εμείς φαίνεται να μην έχουμε τη δύναμη να ξεκολλήσουμε από μια παρελθοντική προσκόλληση που μας κάνει να νιώθουμε ασφάλεια. Ακόμα κι οι σχέσεις μας με τους άλλους δεν είναι διαλεκτικές. Ποτίζονται από ένα ανταλλακτικό πρόσημο, που μας έχει μείνει σαν παρακαταθήκη από άλλη εποχή. Η ίδια μας η συμπεριφορά, μάλλον δε θα προσδιοριζόταν κι εκείνη από τον μοντερνισμό. Μένουμε κολλημένοι σε ορισμένες πεποιθήσεις σαν να εξαρτάται η ύπαρξή μας από αυτές, γιατί όσο και να λέμε και να διακηρύττουμε πως θέλουμε να εκμοντερνιστούμε, τρέμουμε στην ιδέα και μόνο πως πρέπει να μεταβάλλουμε όλη μας τη σκέψη και τον μέχρι τώρα τρόπο που αντιμετωπίζαμε τα πράγματα.

Είναι πράγματι τρομαχτικό κι επίπονο -αρκεί μονάχα να δούμε τις αντιδράσεις που δέχεται η μοντέρνα τέχνη. Όσο κι αν τη θαυμάζουμε, πάντα θα τη συγκρίνουμε με τα κλασικά έργα και θα επιλέγουμε εκείνα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε μας αρέσουν τα πρώτα, αφού κάτι το σταθερό και το δοκιμασμένο είναι στη φύση μας να μας ελκύει περισσότερο. Επομένως, το ερώτημα που έθεσε ο Λατούρ δεν ήταν ποτέ ερώτημα, παρά μια διαπίστωση. Μια διαπίστωση που ακόμη δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε αφού δεν την έχουμε σκεφτεί καν. Ίσως όμως δεν την έχουμε συλλογιστεί γιατί ποτέ δε μας ενδιέφερε πραγματικά. Εις βάρος της ίδιας μας της ζωής, πολλές φορές.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου