Μπορεί ο Γιώργης να είναι εκείνος που διεκδικεί τη Νίτσα σαν να μην υπάρχει αύριο αλλά κανείς δεν προστατεύει τη Ζέτα όπως ο Στρατής και είναι κρίμα που δε μιλούν περισσότεροι για αυτό. Σαν δύο σύγχρονοι χαρακτήρες μυθιστορήματος, το «καλό κορίτσι» που έχει κάνει τα λάθη του ερωτεύεται ένα όχι και τόσο «κακό αγόρι». Αυτό μ’ έναν τρόπο, κάπως ιδιόρρυθμο φαίνεται να λειτουργεί γι’ εκείνους.

Εκείνη προσπαθώντας να ξεφύγει από κάποιους που την κυνηγάνε βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα νυχτερινό μαγαζί όπου εκείνος είναι ιδιοκτήτης. Έχουν ξανασυναντηθεί αλλά αυτό θα το καταλάβουν πολύ αργότερα, όπως και το ότι τους συνδέει ένας φόνος και μια κοινή αγάπη για απελευθέρωση. Κανείς τους δεν αντέχει και οι δύο τους θέλουν να φύγουν μακριά απ’ όλους κι από όλα αλλά δεν το κάνουν. Γιατί εάν κάτι χαρακτηρίζει τον Στρατή είναι η θέληση του να βοηθήσει τους δικού του ανθρώπους αλλά και η Ζέτα, μέσα στο Όνειρο (το νυχτερινό κέντρο) φαίνεται να έχει βρει μια οικογένεια που έχασε, οπότε κάτι τους κρατά εκεί πέρα. Ό,τι και εάν είναι αυτό, τους τραβάει να είναι μαζί, ακόμα κι εάν δεν πρέπει, ακόμα κι εάν χρειάζεται να παλέψουν με τους δαίμονες τους.

Είναι και οι δύο πληγωμένοι, υπήρξαν ερωτευμένοι με ανθρώπους που δεν έπρεπε και πιστεύουν πως οι καρδιές τους έχουν κλείσει οριστικά, ωστόσο είναι κάπως αδύνατο να αγνοήσουν το πάθος και την έλξη που υπάρχει μεταξύ τους. Κι όμως το προσπαθούν και φωνάζουν ο ένας στον άλλον και πληγώνουν ο ένας τον άλλον κάνοντας παράτολμα πράγματα. Δρουν απερίσκεπτα, μαλώνουν συνεχώς και δείχνουν πως αυτοί οι δύο δεν είναι φτιαγμένοι για να είναι μαζί. Αλλά όλα αποδεικνύουν το αντίθετο.

 

 

Εκείνη τραγουδάει πιο ανέμελα όταν εκείνος την κοιτάει και εκείνος χαμογελά σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος, την πάει στο αγαπημένο του μέρος στη θάλασσα και κάνουν έρωτα δίπλα στα κύματα, εκείνη σιγομουρμουρίζει έναν ρυθμό και τον κάνει να γελά. Είναι μαζί, δεν είναι, κανείς δεν ξέρει γιατί αυτή η σχέση, όπως και η θάλασσα τους, έχει φουρτούνες, οι οποίες ξεπηδούν από παντού και δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν. Εκείνος όμως, παρόλο που αυτή δεν το ζητά, την προστατεύει, ακόμα και εάν αυτό σημαίνει να θυσιάσει την προσωπική του ευτυχία ή να να χάσει το μαγαζί της μητέρας του. Χωρίς να το πει σε κανέναν, ούτε καν σε εκείνη. Απλά θέλει να την κρατήσει μακριά από όσα πιστεύει πως θα τη ρίξουν σ’ ένα βούρκο, ακόμα και εάν αυτός ο βούρκος περιλαμβάνει και εκείνον.

Μα θα ήταν ψέμα να πούμε πως εκείνη δεν τον διεκδικεί, δεν τον παρακαλάει να είναι μαζί γνωρίζοντας τους κινδύνους, δεν του αφιερώνει νοητά όλα τα τραγούδια έρωτα που λέει. Εκείνη κάνει τα πάντα για να τον τραβήξει έξω από το σκοτάδι του και τις σκέψεις που τους χωρίζουν. Τον βοήθησε να προχωρήσει κι εκείνος της επέτρεψε να τον αντικρίσει όπως είναι, να τον γνωρίσει, να τον αφήσει να κλέψει και να τον αγκαλιάσει. Για πρώτη φορά στη ζωή τους εκείνος είναι ευάλωτος μπροστά της και εκείνη είναι το στήριγμα του, τη χρειάζεται -κι ας πέρασε μια ζωή πιστεύοντας πως εκείνη είχε ανάγκη τους πάντες.

Μεταξύ τους έχουν αυτή τη σπίθα που όλοι ψάχνουν αλλά λίγοι βρίσκουν, αφού υπάρχει ανάμεσα τους μια ακατανίκητη δύναμη που τους φέρνει μαζί, κι ας τους λένε όλοι πως ο ένας δεν είναι κατάλληλος για τον άλλον, κι ας τους τονίζουν οι φίλοι τους πως αυτός ο έρωτας είναι καταδικασμένος. Το βλέπουν και οι ίδιοι πως όλο και κάτι πάει στραβά, όλο και κάποιο καινούριο εμπόδιο εμφανίζεται να τους χαλάσει τα πάντα, αλλά εκείνοι δε φεύγουν. Πληγώνουν τους εαυτούς τους γιατί υπάρχουν άλλοι που βασίζονται πάνω τους κι εκείνοι φαίνεται σαν να έχουν ταχθεί να τους κατατρέξουν. Πότε θα φτάσει και η δική τους η στιγμή;

Θα ήταν μια κάποια δικαίωση να είναι μαζί δίχως να ανησυχούν μήπως και κάποιος από το παρελθόν τους, προσπαθήσει να τους χαλάσει αυτό που προσπαθούν να φτιάξουν, αλλά ως τραγικοί ήρωες μονάχα στο τέλος θα γευτούν την κάθαρση. Τουλάχιστον όμως ξέρουν πως ο ένας αγαπά τον άλλον, ακόμα και αν πιστεύουν πως αυτό έχει ξεχαστεί, τα μάτια τους και οι πράξεις τους λένε όσα διστάζουν ή φοβούνται να πουν τα χείλη τους.

 

Πηγή εικόνας

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου