Το «πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» περίμενε καρτερικά στη βιβλιοθήκη έως ότου να τολμήσω να το διαβάσω, γιατί η αλήθεια είναι πως επρόκειτο για εκείνα τα βιβλία που σου αλλάζουν ολοκληρωτικά τη στάση σου απέναντι στη ζωή. Σε ταρακουνά λέγοντάς σου ότι «Οι χωρίς βάθος θλίψεις και έρωτες επιζούν. Οι μεγάλοι έρωτες και οι μεγάλες θλίψεις καταστρέφονται από την πληρότητά τους.» και σου θυμίζει μία διαπίστωση που μέχρι τότε απέφευγες να παραδεχτείς. Σε μία έντονη ζωή, γεμάτη συναισθήματα, τα επιρρήματα του «αρκετά, λίγο, ίσως» φαίνονται σχεδόν απαγορευμένα· τα μόνα επιτρεπτά είναι το «πολύ» και το «καθόλου», μετριότητες και μεσότητες κάπου χάνονται στον κυκεώνα των αισθήσεων. Γιατί εάν δεν αισθανθούμε τον έρωτα και τη θλίψη στη μέγιστή τους ένταση, στο σημείο εκείνο που γυρισμός δεν υπάρχει, πώς θα καταλάβουμε ότι τα νιώσαμε πραγματικά;

Η ζωή λοιπόν -εάν θα μπορούσα να κάνω έναν αρχικό απολογισμό- είναι τα συν-αισθήματά μας και οι αποχρώσεις τους, οι παθιασμένες, γεμάτες από την προσωπική μας ιστορία. Ολόκληρος ο εσωτερικός μας κόσμος είναι κατά τον ίδιο «μία τυχαία απόχρωση μέσα σε ένα δωμάτιο ή σε έναν πρωινό ουρανό, ένα ιδιαίτερο άρωμα, ένα στίχο από ένα ξεχασμένο ποίημα, μία αρμονία από ένα μουσικό κομμάτι. Η ζωή μας από τέτοια πράγματα εξαρτάται.». Οι φράσεις «τα μικρά πράγματα στη ζωή είναι εκείνα που την κάνουν μεγάλη, να ζεις την κάθε σου στιγμή στο έπακρον» θα μπορούσαν να αποτυπώσουν πιο πεζά το μεγαλείο μίας σκέψης που ολοένα και περισσότερο παραβλέπουμε.

Αν μπορέσουμε να μην απορρίψουμε τη ρομαντική διάθεση που τείνει κατά πολύ να πλησιάζει το ονειροπόλο ύφος που έχουμε καθώς χανόμαστε για λίγο στις αισθήσεις μας, θα καταλάβουμε το μυστικό της αιωνιότητας· αυτό είναι φυσικά η ανυπαρξία του! Είμαστε κάτι περισσότερο από κόκκαλα και σάρκα, είμαστε όλα εκείνα που κάνουν την καρδιά μας να σταματά για λίγο και να αναπολεί, εκείνα που αφήνουν το μυαλό να περιηγηθεί σε κρυφά μονοπάτια που είχε ίσως λησμονήσει, σε αυτά που μας κάνουν να ανατριχιάζουμε αλλά και σε όσα μας ηρεμούν. Η αίσθηση της μνήμης μας, που μας φανερώνει ποιοι είμαστε, με τι (συγ)κινούμαστε, πόσα από όλα αυτά μπορούμε να απολαύσουμε, μάς επιβεβαιώνει την τρωτότητά μας, την υπέρτατη ένδειξη της ανθρώπινής μας φύσης.

Όμως, είμαστε μονάχα αναμνήσεις, ο άνθρωπος είναι ό,τι επιθυμεί να θυμάται και ό,τι πασχίζει να ξεχάσει; Οφείλουμε να θυμόμαστε ότι «η ίδια η ψυχή, η ψυχή του καθενός μας είναι για τον καθένα από εμάς ένα μυστήριο.» Ο άνθρωπος φοβάται -άδικα;- τη μνήμη και το άγνωστο, το τελευταίο αυτό ερεβώδες και μυστηριακό σχεδόν μέρος του μυαλού μας είμαστε εμείς οι ίδιοι, ίσως γι’ αυτό τρέμουμε μπροστά του. Όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να πούμε, όλες εκείνες τις πράξεις για τις οποίες τρέμουμε μήπως είμαστε ικανοί να πραγματοποιήσουμε, τα σχέδια που ίσως υλοποιούσαμε βρίσκονται κάπου συνειδητά χαμένα και επιμελώς στριμωγμένα, μέσα μας.

Μπορεί άραγε κάποιος να ισχυριστεί ότι ξέρει τέλεια και τελείως τον εαυτό του; Πολλοί θαρραλέοι ίσως απαντήσουν θετικά, άλλοι λιγότερο σκεπτικοί θα απορρίψουν κατευθείαν την ιδέα της αυτογνωσίας κι εκείνοι, οι πάντοτε προβληματισμένοι, θα περιμένουν εκείνη τη στιγμή που θα τους ωθήσει στην ερώτηση που καταστρατηγεί τους πάντες «πώς το έκανα εγώ αυτό»; Οπότε, είμαστε στο έλεος της ψυχής μας, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε πού βρίσκεται αυτό. Μέχρι στιγμής λοιπόν, έχουμε δημιουργήσει τον άνθρωπο με έναν χείμαρρο συναισθημάτων, την αιώνια μνήμη και την άγνωστη ψυχή του. Αυτό συνθέτει τη φύση μας;

Το κοινωνικό ζώο του Αριστοτέλη βρίσκεται σε όλο του το μεγαλείο μπροστά μας και μάς κοιτά κατάματα. Σε τι διαφέρει από το δεύτερο προσδιορισμό του; Ψυχή τε και σώματι. και τι άλλο λείπει; Η απάντηση δίνεται από το μυαλό. Όταν γράφει ότι «η επιθυμία δεν είναι αυτό που βλέπεις, αλλά αυτό που φαντάζεσαι» καταλαβαίνουμε πλέον ξεκάθαρα ότι το άτομο, αυτό το υπερφυσικό δημιούργημα είναι κάτι ανώτερο από τα ζωώδη ένστικτά του εξαιτίας της φαντασιακής του ικανότητας. Μπορεί να σκεφτεί κάτι παραπάνω από την αυστηρή λογική που του έχει εμφυσήσει η κοινωνία, δημιουργεί άλλους κόσμους, λέξεις, θρησκείες, καταστάσεις, τέχνες. Φαντάζεται άρα υπάρχει, θα λέγαμε κάπως προκλητικά.

Οπότε, μέσα στην τετράγωνη βάση που όλοι έχουμε τοποθετηθεί εξαρχής για λόγους προστασίας, μήπως και ξεφύγουμε από τις προκαθορισμένες νόρμες, ο Όσκαρ Γουάιλντ μας μαθαίνει πως ο άνθρωπος έχει μία ψυχή ικανή να αισθανθεί πολύ και πολλά, ένα μυαλό για να ονειρευτεί απεριόριστα και να θυμάται και ένα σώμα για να πραγματοποιήσει όλα εκείνα που τον κάνουν να ακροβατεί ανάμεσα στη θεϊκή και στη ζωώδη του φύση.

«Το να ζει κανείς είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο. Οι περισσότεροι απλώς υπάρχουν».  Ζήστε ελεύθερα λοιπόν, όλα εκείνα που το μυαλό φαντάζεται και η ψυχή αισθάνεται.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου