«Το πουλί αγωνίζεται για να βγει από το αυγό. Το αυγό είναι ο κόσμος του. Αυτός που θέλει να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να καταστρέψει έναν κόσμο.» (Έρμαν Έσσε)

Η γέννηση σηματοδοτεί κάτι το νέο, μια καινούρια μορφή που αναδύεται μέσα από μια άλλη, ένας οργανισμός που μπορεί και μετεξελίσσεται, μεταβάλλεται, αλλάζει και διαμορφώνεται εξ ολοκλήρου από την αρχή. Γέννηση είναι μια δεύτερη ευκαιρία για τους προγόνους και μια πρώτη για τους απογόνους. Στο κεντρικό σημείο αυτού του -καθόλου μικρού– μικρόκοσμου της δημιουργίας βρίσκεται η τροχοπέδη της επιβίωσης, ο σκόπελος που καλούμαστε να προσπελάσουμε εάν θέλουμε να βρεθούμε στην αντίπερα όχθη. Ο παράδεισος που ολοένα και πιο περίτεχνα κατασκευάζουμε με πρόσχημα την ευημερία μας, ξεκίνησε σε μία μάλλον παράδοξα ζοφερή ατμόσφαιρα, εκείνη των μηχανών της εκβιομηχάνισης.

Το 1858 ο Κάρολος Δαρβίνος δημοσιεύει μια νέα εξελικτική θεωρία όπου πραγματεύεται, πως στην κοινωνία μπορεί να επιβιώσει το καταλληλότερο είδος, όχι απαραίτητα εκείνο με την ιδιαίτερη ευφυΐα και πνευματική καλλιέργεια αλλά εκείνο που έχει τη δύναμη και τη θέληση της προσαρμογής. Από την πολύχρωμη πεταλούδα που για να προστατευτεί από τους εχθρούς της άλλαξε τα φωτεινά χρώματα των φτερών της σε περισσότερο μουντά, μέχρι τον εργάτη που έπαψε να δουλεύει στον αγρό αλλά σε εργοστάσιο, καταλαβαίνουμε πως όλη μας η ζωή βασίζεται στην υιοθέτηση των νέων δεδομένων.

Την ίδια περίπου εποχή, φανερά επηρεασμένη από τον προαναφερθέντα, εμφανίζεται η άποψη του κοινωνιολόγου H. Spencer, η οποία θεωρεί πως στον κοινωνικό κόσμο, μπορούν να επιβιώσουν οι ικανότεροι. Το κράτος θα ήταν συνετό να απέχει από τις φυσικές διεργασίες ώστε να αναδειχθούν οι ισχυρότεροι, εκείνοι όπου αντανακλούν τα υψηλότερα επίπεδα ιστορικής εξέλιξης. Ο άνθρωπος οφείλει να επιβιώσει με τις δικές του δυνάμεις και να μετεξελιχθεί σε μια κυρίαρχη μονάδα, η οποία δε θα συντηρείται από εξωτερικούς παράγοντες. Το «Αόρατο Χέρι» της οικονομίας του Άνταμ Σμιθ, αυτή η φαντασιακή δύναμη που ρυθμίζει το εμπόριο και την κίνηση του χρήματος δίχως την παρεμβολή κάποιου μέσου, μπορεί να μην έχει εξαπλωθεί μονάχα στην αγορά αλλά να κυριαρχεί και στο φάσμα του κοινωνικού.

Όλα αυτά αποδεικνύουν με μια πρώτη ανάγνωση μια φυσικότητα και μια κανονικότητα: στις κοινωνικό-ιστορικές αλλαγές οφείλουμε να προσαρμοζόμαστε ώστε να μπορέσουμε να συμβαδίζουμε μαζί τους, να ενταχθούμε μέσα τους και να αναδειχθούμε ως ξεχωριστές οντότητες. Οπότε η ζωή μας, ενώπιον των κολοσσιαίων αλλαγών που συντελούνται στον κόσμο μας, προτάσσει μια συνεχή προσπάθεια, έναν αγώνα για να βρισκόμαστε πάντα ένα βήμα μπροστά ή δίπλα στους μεταρρυθμιστές της νεωτερικότητας. Σχηματικά, θα ελπίζαμε πως από την απλή ζωή -εάν υπάρχει κάτι το απλοϊκό σε αυτή- θα περνούσαμε στην επιβίωση μονάχα για να οδηγηθούμε στη διαβίωσή μας· το βέλος όμως αυτό της συνεπακόλουθης λογικής δεν κατάφερε να αγγίξει τον στόχο του και το μέρος όπου προσγειώθηκε, παρ’ όλο που απέχει από εκείνον μια πρόθεση, αλλάζει ριζικά την υφιστάμενη πραγματικότητα.

Ο άνθρωπος έμαθε από την αρχή της ζωής του να παλεύει, να προσπαθεί (και να καταφέρνει;) να σταθεί κυριολεκτικά σε ανώτερο επίπεδο από τους υπόλοιπους της ομάδας κι «αγέλης» κι ίσως γι’ αυτό αποφάσισε να σηκωθεί στα δύο του πόδια και να μάθει να περπατά, να αναζητά τροφή, να μάχεται ενάντια στον εχθρό και να προστατεύει τον εαυτό του. Μετενσαρκώθηκε σε ένα ον με απόλυτη κυριαρχία, μια ύπαρξη που αισθάνθηκε τη σωματική δύναμη κι ισχύ, όχι μονάχα πάνω στον ίδιο αλλά κυρίως στους άλλους και στη φύση. Ήταν ασταμάτητος κι απροσπέλαστος.

Θέσπισε νόμους και θεσμούς για να επισημοποιήσει την υπερβατικότητά του ανάλογα με την εκάστοτε εποχή και τις επικρατούσες συνθήκες. στην αρχή ο άνδρας-κυνηγός ήταν ο ικανότερος άρα κι εκείνος που επιβίωνε κι όλοι βασίζονταν σε εκείνον για να επιζήσουν. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε ο διαμεσολαβητής με τον Θεό, εκείνος όπου κατείχε ένα υπερφυσικό κύρος, ίσως γιατί οι άνθρωποι επιθυμούσαν να θεοποιήσουν έναν όμοιό τους. Ο καταλληλότερος ήταν κάποιος που κανείς δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Έπειτα, προέκυψαν οι βασιλείς, οι θρησκευτικοί αρχηγοί, οι «βάρβαροι», οι έχοντες υψηλή πολιτική θέση και οικονομική ευχέρεια· αυτοί έθεσαν τα θεμέλια για το περιεχόμενο του «ισχυρού» ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Μα εκείνο που ίσως τους κράτησε στην κορυφή, είναι πως ποτέ δεν αποκάλυψαν τις «δυσμορφίες» της ψυχής και του μυαλού τους, έμειναν αλώβητοι σε κοινωνίες όπου τα πάντα έμοιαζαν ευμετάβλητα κι αυτό ήταν που καλλιεργούσε την αίσθηση της παντοδυναμίας.

 

«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή

και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις

αν δεν μπορείς, με δισταγμό

και προφυλάξεις να τις ακολουθήσεις

κι όσο εμπροστά προβαίνεις,

τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.» (Κ. Π. Καβάφης).

 

Παρατηρώντας γύρω μας, θα αντικρίσουμε ανθρώπους που αδυνατούν να επιβιώσουν εξαιτίας του γεγονότος ότι δε βρίσκονται στις παραπάνω κατηγορίες, αποτελούν ορισμένα «είδη» υπό εξαφάνιση που χαρακτηρίζονται από διάφορα και αδιάφορα για εκείνους στοιχεία, όπως σεβασμό, αξιοπρέπεια, ανθρωπιά κι ηθική- τα τετραθέμελα του φαντασιακού πλέον κόσμου μας. Η ικανότητα μετριέται με χρήματα και η καταλληλότητα αφορά την εξουσία. Το κατά πόσο μπορούμε να υπερβούμε τον άλλον σε βαθμό που θα τον εξαλείψουμε σχεδόν, θα εκλείψει από το οπτικό επίπεδο των γεγονότων και στην ουσία θα χαθεί. Η δύση του ατόμου σηματοδοτείται από τη στιγμή που εξαφανίζεται ως πιθανή κι ελκυστική επιλογή κι έπειτα, είναι δύσκολο να ανατείλει ξανά.

Ο άνθρωπος ήταν ανέκαθεν επίθετο και ποτέ ουσιαστικό. Προσπαθεί να μας αυτοπροσδιορίζει αλλά εμείς πάντα θα το παραγκωνίζουμε, θα παλεύουμε σε μια αιώνια κυκλική ζούγκλα να κυριαρχήσουμε, να αναδειχθούμε «αρχηγοί» και να ξεφύγουμε από αυτή, χωρίς στην πραγματικότητα να το επιθυμούμε βαθιά μέσα μας. Η αίσθηση της δύναμης και του κύρους αποβάλλονται άραγε από πάνω μας, μόλις εξοικειωθούμε μαζί τους; Αυτή η πρόταση ίσως περικλείει την σπουδαιότερα αιχμηρή πρόκληση που θα ήμασταν σε θέση να διατυπώσουμε στον εαυτό μας κι ακόμα περισσότερο την εκπληκτικότερη προσπάθεια που θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε.

Σε αυτό το -μέχρι στιγμής- μυστικό αίνιγμα που κινείται σιωπηλά στις σκέψεις εκείνων που επιθυμούν την αλλαγή και στους φόβους εκείνων που θέλουν να διατηρήσουν την καθεστηκυία εξουσία, συνίσταται η μεταστροφή της ύπαρξής μας από μια πάλη επιβίωσης σε μια κοινωνία ευημερίας. Κι αυτό, ίσως απαιτεί τον πιο δαιδαλώδη αγώνα από όλους, μα λησμονούμε πως εμείς πλέκουμε τον προσωπικό μας μίτο.

 

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου