Ο Phil Connors στην ταινία  “Groundhog Day” (Η ημέρα της Μαρμότας) έρχεται αντιμέτωπος με μια τρομακτική πραγματικότητα· είναι αναγκασμένος να ζήσει την ίδια μέρα ξανά και ξανά, τη 2η Φεβρουαρίου απ’ την αρχή κάθε φορά που ξυπνάει. Εκμεταλλευόμενος αυτό το γεγονός κάνει ό,τι θα μπορούσε να σκεφτεί ο καθένας δεδομένου πως τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας θα διαγραφτούν την επόμενη.

Η ταινία τελειώνει μ’ εκείνον να ξεφεύγει απ’ αυτήν την αέναη επανάληψη των ημερών και να είναι με την γυναίκα που αγαπάει ξυπνώντας πλέον την 3η Φεβρουαρίου. Μπορεί αυτή η ταινία να είναι ένα mix κωμωδίας και ρομαντισμού αλλά μάς παρουσιάζει και μια σημερινή αλήθεια που έχει εισχωρήσει στις προσωπικές μας σχέσεις κι ονομάζεται “groundhogging”. Αυτός ο όρος που αναζητήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο του κορονοϊού, σημαίνει αυτό ακριβώς που συμβαίνει και στην ταινία· το να κάνουμε τα ίδια πράγματα συνεχώς περιμένοντας όμως διαφορετικό αποτέλεσμα.

Προφανώς, όταν  ακούμε κάτι τέτοιο λέμε πως δεν είναι λογικό να το κάνουμε αυτό, πως είναι μάλλον ανόητο να το πιστεύουμε και σίγουρα θ’ αρνηθούμε πως καταφεύγουμε σ’ αυτήν την επανάληψη. Αλλά δε χρειάζεται να καταφεύγουμε σε χαρακτηρισμούς, αρκεί να δούμε και να παρατηρήσουμε τον τύπο με τον οποίο επιλέγουμε τους ανθρώπους με τους οποίους θα θέλαμε να συνάψουμε μια σχέση. Σίγουρα όλοι έχουμε στο μυαλό μας ένα ιδεατό πρότυπο τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά που θέλουμε να προσεγγίζουμε κάθε φορά και σπάνια ξεφεύγουμε απ’ αυτό το μοτίβο, πιστεύοντας πως αυτό είναι που μας ταιριάζει και θα μας χαροποιήσει.

Βέβαια, μια έρευνα που είχε γίνει το 2022 έχει διαφορετική άποψη. Ο Charly Lester, απ’ το dating app “Inner Circle”, συμπέρανε -απ’ τα δεδομένα την περίοδο της καραντίνας όπου πολλά περισσότερα άτομα στράφηκαν σε σελίδες γνωριμιών- πως το 75% των χρηστών έχουν ήδη διαμορφωμένη την εικόνα αυτού που ψάχνουν από πριν.

Είναι πολύ συχνό φαινόμενο ν’ απορρίπτουν οποιονδήποτε παρεκκλίνει απ’ αυτό το μοτίβο. Την ίδια στιγμή όμως περίπου το ίδιο ποσοστό ατόμων που είναι singles (4 στους 5) παραδέχονται πως όταν ακολουθούν πιστά τον συγκεκριμένο τύπο συντρόφου που εκείνοι θεωρούν πως τους ταιριάζει στο τέλος της σχέσης δεν είναι ευχαριστημένοι. Παρόλο όμως που βλέπουν στην πράξη πως αυτή η λογική που ακολουθούν δε δουλεύει, δεν την αλλάζουν.

Οπότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν αντιλαμβάνεται πως κάνοντας το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, χωρίς να αλλάξει τίποτα δε θα γίνει κάτι καλύτερο την επόμενη φορά; Σίγουρα δεν είναι θέμα νοημοσύνης αλλά λίγο-πολύ όλοι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από συγκεκριμένα μοτίβα συμπεριφοράς που μας ελκύουν ή να επιλέγουμε συνειδητά ή μη ανθρώπους.

Ίσως, αυτοί καταλαβαίνουμε εξαρχής πως δε μας ταιριάζουν αλλά τους δίνουμε μια ευκαιρία επειδή ανταποκρίνονται σε κάποια στάνταρ που έχουμε εμείς θεσπίσει στο μυαλό μας αποκλείοντας βέβαια τους άλλους. Μένουμε κολλημένοι, όχι μόνο λόγω της έλλειψης επιλογών αλλά και λόγω μιας οικειότητας που μας προκαλούν αυτά τα άτομα σαν να δημιουργούν μια αίσθηση καθημερινότητας και σπάνια έχουμε τη δύναμη να βγούμε απ’ τη ρουτίνα μας.

Οπότε μ’ αυτό το σκεπτικό καταλήγουμε σε επαναλαμβανόμενες -ερωτικές- αποτυχίες και σε μια αρνητικότητα που διαχέεται και στη σχέση που επιλέξαμε. Είναι σαν να μη θέλουμε θεωρητικά να συμβεί κάτι που θα μάς κάνει να χωρίσουμε αλλά να το περιμένουμε κάπως υποσυνείδητα να συμβεί έτσι κι αλλιώς οπότε ορισμένες φορές το προκαλούμε δίχως να το καταλαβαίνουμε.

Αυτό όμως δε μάς σταματάει να επιλέγουμε ξανά τους ίδιους ανθρώπους νιώθοντας μάλιστα πως αυτοί ευθύνονται κατά κάποιον τρόπο για το πως εξελίσσεται η ερωτική μας ζωή -ή καλύτερα το γεγονός πως μένει στάσιμη- και πέραν του ότι δε δίνουμε την ευκαιρία σ’ άλλους, σαμποτάρουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι ένας συνεχής κύκλος που έχουμε αποφασίσει να τοποθετηθούμε κι όπως το χάμστερ να τρέχουμε αδιαμαρτύρητα σε μια συγκεκριμένη τροχιά χωρίς να μάς αφήνουμε την επιλογή να κατέβουμε από αυτή και να την αλλάξουμε.

Αυτό φυσικά δεν μπορεί να μην έχει κανέναν αντίκτυπο στην οπτική μας μετέπειτα για τον έρωτα, καθώς πολλοί πλέον θεωρούν πως δεν αξίζει και πράγματι μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχουν δίκιο. Είναι πολύ μεγαλύτερη η ταλαιπωρία απ’ αυτά που μπορεί ή προσπαθεί να μάς προσφέρει μια τέτοια σχέση για να έχει νόημα να προσπαθήσουμε αλλά η ευθύνη στην πραγματικότητα πέφτει σε εμάς.

Η φράση που έχουμε ακούσει ίσως περισσότερο από κάθε άλλη σαν δικαιολογία γι’ αυτή τη συμπεριφορά είναι πως «αυτός ο άνθρωπος είναι βλάκας» αλλά δε σκεφτόμαστε πως ίσως αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που επιλέξαμε τον συγκεκριμένο άνθρωπο κι όχι κάποιον άλλον. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως πράγματι το εν λόγω άτομο ανταποκρίνεται στον χαρακτηρισμό αυτόν ή όχι εμείς είμαστε εκείνοι που είμαστε μαζί του κι αυτό κάτι λέει για εμάς που αρνούμαστε να δούμε κάτι διαφορετικό απ’ όσα έχουμε συνηθίσει μέχρι στιγμής. Την ίδια στιγμή μάλιστα περιμένουμε από το ίδιο μοτίβο να βρούμε μια καλύτερη σχέση απ’ την προηγούμενη κι αυτό σίγουρα δεν εξαρτάται απ’ το άλλο πρόσωπο.

Εάν εμείς οι ίδιοι δεν αντιστρέψουμε τον τρόπο σκέψης μας τότε θα είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε παρόμοιες καταστάσεις, απογοητεύσεις και το κυριότερο να μένουμε στάσιμοι δίχως ν’ αντιλαμβανόμαστε πολλές φορές και το γιατί. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν είναι μονάχα εξωτερικά ποιος μας ελκύει αλλά τι προσωπικότητα πρέπει να συνοδεύει μια συγκεκριμένη εικόνα και τι αγγίζει μέσα μας αυτό. Παρόλο που είναι ευκολότερο να κατηγορήσουμε κάποιον οφείλουμε για να προχωρήσουμε -αν αυτό είναι στην πραγματικότητα αυτό που θέλουμε να κάνουμε μια ενδοσκόπηση και να καθίσουμε να τα πούμε λίγο με τον εαυτό μας και να κάνουμε μια αυτοπαρατήρηση.

Ίσως, ανακαλύψουμε πως μας συμφέρει κατά μια έννοια να τούς παρουσιάζουμε όλους ως ακατάλληλους ώστε να μην έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε κι άτομα που με την πρώτη ανάγνωση μπορεί να μη μάς φαίνονται πως ταιριάζουμε αλλά εάν τους δώσουμε τη δυνατότητα θα μάς αποδείξουν το αντίθετο. Πρέπει όμως να βρούμε πρώτα όσους φόβους κι ανασφάλειες μάς κρατούν πίσω, κατάλοιπα μάλλον μιας πεποίθησης που ποτέ δεν καταπολεμήσαμε ώστε να μπορέσουμε κι εμείς να προχωρήσουμε στην επόμενη μέρα.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος