Η «Μάγισσα», πέρα από την πλοκή και την ηθοποιία που θυμίζουν παραγωγές εξωτερικού μεγάλου βεληνεκούς, μας αφήνει να ρίξουμε και μια πιο κοντινή ματιά στην πραγματικότητα της Μάνης την εποχή λίγο πριν την ελληνική επανάσταση. Οι Μανιάτες, πέρα από ένας αδούλωτος λαός, (που παραμένει) ο οποίος φημιζόταν για τη σκληρότητά του, ήταν και βαθιά εθιμοτυπικός. Η παράδοση, η οικογένεια και το γένος ήταν τρία πράγματα που τους χαρακτήριζαν κι αποτελούσαν λόγοι υπερηφάνειας ή όχι, για την κάθε φαμίλια.

Μέσα από την ιστορία της Θεοφανούς, έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε και μια άλλη γυναίκα, η οποία παρ’ όλο που δεν έχει κεντρικό ρόλο, έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον και δικαίως. Η Αναστασία, η μητέρα του Μάρκου, του διαδόχου της οικογένειας και του πρώτου αρσενικού απογόνου του καπετάνιου, δεν είναι η κυρά του σπιτιού, αλλά είναι η σύγκρια του αρχηγού των Λασκαραίων (της πιο σημαντικής οικογένειας της Μάνης). Αυτή η γυναίκα δε μένει στον βασικό πύργο όπως και τα άλλα μέλη της φαμίλιας, αλλά έξω από αυτόν κι ο λόγος της είναι σε κάθε περίπτωση κατώτερος από της οικοδέσποινας, της νόμιμης συζύγου.Ωστόσο, τη βλέπουμε να συμβουλεύει και να επηρεάζει τον Μιχαήλ (τον αρχηγό) για τον γιο τους. Αλλά εφόσον υπάρχει η γυναίκα του, με την οποία έχει παιδιά, γιατί υπάρχει εκείνη;

Ας πάμε λίγο πιο πίσω στην ιστορία, όπου από τον 17ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου, που άρχισε να ακούγεται το προσδιοριστικό «σύγκρια». Στα νησιά της Ελλάδας ονομαζόταν έτσι η μοιχευόμενη σύζυγος αλλά κι οι συννυφάδες μεταξύ τους. Στη Μάνη όμως, αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να άνηκε στη νεκρή πρώτη γυναίκα του συζύγου αλλά (όπως εμφανίζεται στη σειρά) και σε μια γυναίκα η οποία υποχρέωσή της ήταν να γεννήσει αγόρια για την οικογένεια. Στις εύπορες κι αριστοκρατικές οικογένειες (τους Νικλιάνους) εάν ο αρχηγός δεν είχε αποκτήσει παιδιά ή είχαν γεννηθεί μονάχα κορίτσια από την σύζυγο που είχε νόμιμα νυμφευτεί, εκείνος είχε τη δυνατότητα να «πλαγιάσει», όπως αναφέρεται, με μια άλλη γυναίκα ώστε να γεννηθεί κάποιο αγόρι. Δε χρειαζόταν να την παντρευτεί ενώπιον της εκκλησίας, τη στιγμή μάλιστα που η τελευταία αποδοκίμαζε το έθιμο, αλλά δεν μπορούσε και να χωρίσει, καθώς ούτε αυτό επιτρεπόταν. Οπότε, διάλεγε ουσιαστικά μια κοπέλα που ήταν πολύ πιθανό (με κάποιον τρόπο) να του χαρίσει έναν άνδρα απόγονο· πολλές φορές μάλιστα στην επιλογή αυτή συμμετείχε κι η νόμιμη σύζυγος, πιθανόν με το σκεπτικό πως δεν ήταν μια συναισθηματική σχέση, αλλά εξυπηρετούσε καθαρά πρακτικούς σκοπούς.

Όταν μάλιστα γεννιόταν το πολυπόθητο αγόρι, έδιναν συγχαρητήρια στη σύζυγο σαν να ήταν δικό της παιδί και φυσικά εκείνη ήταν που το μεγάλωνε και συμπεριφερόταν σαν να το γέννησε εκείνη, παρόλο που στη σειρά φαίνεται η σύγκρια να έχει ενεργό συμμετοχή στο μέλλον του γιου της. Ο αρχηγός της οικογένειας δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει να μην έχει έναν διάδοχο, καθώς από τον αριθμό των αρσενικών φαινόταν η υπεροχή και η δύναμη της κάθε φαμίλιας, ήταν τα «τουφέκια» που θα την προστάτευαν, θα συνέχιζαν το όνομά της κι ήταν και υπεύθυνοι για εκείνη. Εκείνοι έπρεπε να φροντίσουν να παντρευτεί η αδερφή τους (εάν υπήρχε), να νυμφευτούν με σκοπό το συμφέρον της οικογένειας και να υπακούν τον πατέρα τους. Η σύγκρια, επομένως, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια «μηχανή παραγωγής αρσενικών απογόνων» όταν αυτό δεν το κατάφερνε η σύζυγος.

Τα αγόρια στη Μάνη αναφέρονταν κι ως «παιδιά», ενώ τα κορίτσια ως «θυγατέρες», σαν να ήταν προφανώς ανώτερα από εκείνες γιατί ο άνδρας ήταν η κεφαλή της οικογένειας, ήταν ο κύρης του σπιτιού κι αυτός που λάμβανε τις αποφάσεις για τα πάντα. Αυτό σημαίνει πως εάν μια φαμίλια δε διέθετε αγόρια, ήταν ευάλωτη στους εχθρούς αλλά και δεν είχε τόσο κύρος όσο οι άλλες, κάτι που κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε αυτό το καθαρά φαλλοκρατικό (εάν το εξετάζουμε με σημερινά δεδομένα) έθιμο. Κάτι το οποίο όμως δεν προσέβαλε μονάχα τη σύγκρια, η οποία και κοινωνικά δεν είχε την ίδια θέση με τη σύζυγο, αλλά και την τελευταία, καθώς θεωρείτο πολλές φορές ανίκανη να κάνει αυτό για το οποίο ουσιαστικά την παντρεύτηκε ο άνδρας. Οι πιο πολλοί γάμοι γίνονταν άλλωστε με προξενιό για να εξυπηρετήσουν κάποια σκοπιμότητα και πιο σπάνια από έρωτα, που μπορεί να προέκυπτε στην πορεία, αλλά ο βασικότερος σκοπός ήταν η δυνατότητα της γυναίκας να γεννήσει γερούς απογόνους. Εάν όμως αποτύχαινε, έπρεπε να βρεθεί μια λύση κι αυτή ήταν η σύγκρια.

Προφανώς το έθιμο αυτό είναι βαθύτατα απαρχαιωμένο αλλά αντανακλά κάτι που ακόμα και στη σημερινή εποχή ισχύει. Τα αγόρια είναι εκείνα που καθορίζουν τη «συνέχεια» του ονόματος της οικογένειας, η σύζυγος πάντα παίρνει το όνομα του άνδρα της και ποτέ το αντίστροφο κι εκείνα (τα αγόρια) είναι που αναφέρονται ως τα στηρίγματά της. Που νιώθουν την υποχρέωση να «προστατεύσουν» με κάποιο τρόπο τα υπόλοιπα μέλη, χωρίς να χρειάζεται να βρεθούν στα μαχαίρια (κυριολεκτικά) αλλά φροντίζοντας, ακόμα και σήμερα, οικονομικά την οικογένεια. Τα παιδιά, γενικώς, είναι κατά κάποιον στην ελληνική κοινωνία μια προέκταση των γονέων και παλαιότερα μονάχα του πατέρα, σαν να πρέπει να αποδείξουν πως είναι άξια του ονόματος ή να προσπαθήσουν να το αποκαταστήσουν εάν εκείνο έχει σπιλωθεί. Ίσως είμαστε πιο κολλημένοι στο παρελθόν από όσο νομίζουμε κι από όσο θέλουμε να δείξουμε με τις αντιδράσεις μας γι’ αυτό το έθιμο, το οποίο μπορεί να μην υπάρχει σήμερα, αλλά το σκεπτικό πίσω από αυτό, κρύβεται μέσα μας ακόμη.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου