Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να δημιουργήσουν τέχνη. Πόσο περίεργο είναι να το συνειδητοποιείς αυτό; Είναι λες και η δημιουργία οριοθετεί τη ζωή τους και τους προειδοποιεί πως εάν θελήσουν να ποιήσουν κάτι νέο, πρέπει να σκάψουν και να ανακαλύψουν τον πιο σκοτεινό τους εαυτό. Να ανατρέξουν στην παιδική τους ηλικία, να ξεθάψουν εκείνα που είχαν κρύψει κάτω από το χαλί και να τα βγάλουν στο φως -μονάχα στο δικό τους φως, γιατί κανείς άλλος δε θα επιτρέπεται να τα αντικρίσει, παρά μόνο μέσα από μορφές της τέχνης- μάσκες του παρελθόντος που τους ακόμα τους παιδεύουν. Οπότε, για να αποκαλούνται σπουδαίοι καλλιτέχνες, πρέπει η τέχνη να είναι η μόνη σωτηρία τους από τα φαντάσματα, τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν. «Η τέχνη με έσωσε». Αυτά ήταν και τα λόγια της Yayoi Kusama και ακολουθεί η προσωπική ιστορία διάσωσης του εαυτού της.

Στην Ιαπωνία της δεκαετίας του ’30, όπως και στις περισσότερες περιοχές του κόσμου εκείνη την περίοδο -σήμερα όχι;- το μόνο καλό μέλλον που  μπορούσε να έχει ένα νεογέννητο κορίτσι ήταν ένας γάμος και η δημιουργία οικογένειας. Εκείνη όμως από μικρή ηλικία είχε πάθος με τη ζωγραφική, ενώ η ζωή δεν της συμπεριφέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο από τα παιδικά της χρόνια. Η μητέρα της την ανάγκαζε να παρακολουθεί τις φιλενάδες του πατέρα της και όσον αφορά τα σχέδια της τα έσκιζε προτού καν τα ολοκληρώσει. Όλα αυτά όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Έπειτα, ήρθε ο πόλεμος, κλήθηκε να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο όπου έραβαν αλεξίπτωτα για τους στρατιώτες και εκείνη αναγκάστηκε να συνηθίσει τις συνθήκες περιορισμού. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τα επεισόδια παραισθήσεων που είχε παρατηρήσει και αποτύπωνε στις ζωγραφιές της ως κουκίδες, την έκαναν να δημιουργήσει από τις πρώτες της εκθέσεις παραστάσεις με άνδρες χωρίς ρούχα σε χρωματιστά πουά, λάμψεις φωτών ή πυκνά πεδία κουκκίδων, όπως τα ονόμαζε.

Καθόλου τυχαία η τέχνη της αντανακλούσε τον εσωτερικό της κόσμο. Ο διαταραγμένος ψυχισμός της, όπως κατάλαβαν αργότερα οι ψυχίατροι που μελέτησαν τα έργα της και την ίδια, σε συνδυασμό με τις σκέψεις της να δώσει τέλος στη ζωή, την έλλειψη ενδιαφέροντος σε ερωτικό επίπεδο ως απόρροια αντίδρασης απέναντι στην πατρική φιγούρα -φτάνοντας μέχρι και σε ακραίες περιπτώσεις τα συμπτώματα να αφορούν και ψευδαισθήσεις- σμίλευσαν με τον πιο έντονο τρόπο τα έργα της. Παρ’ όλο που τίποτα δε φαίνεται να δείχνει τη σκληρότητα που της επιφύλασσε η ζωή, εάν κάποιος παρατηρήσει τα έργα της θα αντιληφθεί πως ήθελε ο κόσμος να δει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια της, μέσα από την προσωπική της δυσκολία να ξεπεράσει την εκμετάλλευση που βίωσε και το στρες μετά το τραύμα που την συνοδεύει ακόμα και σήμερα.

Το 1958 καταφέρνει να ξεφύγει στην Νέα Υόρκη και να αναδείξει τη ζωγραφική της· οι «τεράστιες βούλες» της, τα δίκτυα απείρου -όπως τα αποκαλούσε-, δεν άργησαν να κατακτήσουν το κοινό και να αποτελέσουν αντικείμενο «κλοπής» από τους άνδρες δημιουργούς. Λίγες δεκαετίες αργότερα (1977) επιστρέφει στην Ιαπωνία, χωρίς υποστήριξη από οικογένεια και φίλους, μονάχα για να κλειστεί σε ίδρυμα εξαιτίας των ψυχικών προβλημάτων που την ταλανίζουν. Η σκηνή της τέχνης όμως δεν έχει τελειώσει για εκείνη. Η εκκεντρική παρουσία με τα χαρακτηριστικά κόκκινα μαλλιά, το 1993 συμμετέχει στο φεστιβάλ Μπιενάλε της Βενετίας, μία από τις μεγαλύτερες εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, ως εκπρόσωπος της Ιαπωνίας με ένα από τα πιο εμβληματικά της έργα, μία μεγάλη κίτρινη κολοκύθα με μαύρες βούλες σε ένα δωμάτιο-καθρέπτη. Είναι ακόμα μία εν ενεργεία δημιουργός που για πολλούς θεωρείται πρόδρομος της pop art τέχνης, σχεδίασε μία νέα έκδοση της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, συνεργάστηκε με τον οίκο Dior και το πιο σημαντικό είναι πως έχει δώσει ζωή στα Infinity Rooms -τη δική της αλήθεια-, που πολλοί καλλιτέχνες έχουν αναπαράγει αλλά και χρησιμοποιούν για να αναδείξουν έργα προγενέστερων δημιουργών.

Οι εικόνες που πλάθονται στα δωμάτια αυτά με τα διάφορα χρώματα και τα κυκλικά σχήματα τοποθετούν τον παρατηρητή σε κατάσταση μέθης: τα πάντα κυλούν προς όλες τις κατευθύνσεις και καθένας αισθάνεται σαν να βρίσκεται σε έναν κόσμο παραμυθένιο, ίσως και εξωπραγματικό. Η τέχνη της μας μιλά για το τι πέρασε στη ζωή της, μα το λέει σιωπηλά, λες και δε θέλει να μαθευτεί το μυστικό της και συγχρόνως προσπαθεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το νόημα πίσω από όλα αυτά. Βούλες που καλύπτουν τα πάντα, όλα εκείνα που βλέπει μα ταυτόχρονα ξέρει πως δεν είναι αληθινά, τη βοηθούν όμως να καλύπτει με αυτή την ομορφιά την ασχήμια που έχει αντικρίσει.

Ζωγραφίζει για να μείνει στη ζωή, όπως έχει δηλώσει και η ίδια. Ζωγραφίζει πράγματα που ζωντανεύουν σε εύθραυστους καθρέπτες, σε πλαίσια που τα οριοθετεί εκείνη και αισθάνεται ασφάλεια -η τέχνη είναι η ασφάλεια, η αγκαλιά που κανείς δεν της έδωσε όταν την είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Όταν την περικλύουν τα σχέδια της, στην απεραντοσύνη του κόσμου της, ίσως νιώθει τη θαλπωρή του σπιτιού· αυτό που μας φαίνεται σαν ταλαιπωρία, εκείνη έχει καταφέρει να το μετατρέψει σε ένα περιβάλλον που μπορεί να μην χαρακτηρίζεται ως «προβληματική», μα να βιώνει την ευφορία της ελευθερίας της ύπαρξης. Σαν τον Ορφέα, κατέβηκε στον κόσμο της τέχνης για να φέρει από εκεί κάτω τη ζωή (Ονορέ Ντε Μπαλζάκ), και θα βρει τη ζωή που της αξίζει μέσα από την τέχνη -άλλωστε είναι η μόνη διέξοδος στο φως για τους καλλιτέχνες.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.