Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένα αγοράκι, μόλις 6 ετών, τη δεκαετία του 1980 όταν ξεκίνησε να πηγαίνει στην αντισφαίριση -ή όπως είναι ευρέως γνωστή σε όλους μας ως «τένις»- θα γινόταν ένας από τους κορυφαίους τενίστες όλων των εποχών. Η απάντηση είναι κανείς μας. Και δε νομίζω να το πίστευε και το ίδιο το παιδί, που δεν είναι άλλο από τον Roger Federer. Ακόμα, κι όταν ξεκίνησε την καριέρα του ως επαγγελματίας το 1998, όντας έφηβος, δε θεωρούσε ότι θα έφτανε τόσο ψηλά στην κατάταξη και στις καρδιές όλων.

Ας γνωρίσουμε όμως λίγο τον ίδιο και τη ζωή του εντός και εκτός των γηπέδων του τένις. Είναι ελβετικής καταγωγής, παντρεμένος από το 2009 με πρώην τενίστρια, τη Μιροσλάβα Βάβρινετς κι έχουν αποκτήσει 4 παιδιά. Αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας, προτεραιότητα ήταν πάντα η οικογένειά του. Όλοι στον χώρο του αθλητισμού, όταν μιλάνε για τον Φέντερερ, έχουν να πουν τα καλύτερα για εκείνον, και ιδιαίτερα για το ήθος του. Δεν επηρεαζόταν από τη φήμη που είχε, ούτε παρεκτρεπόταν στα ταξίδια που γίνονταν, όπως ακούμε κατά καιρούς για γνωστούς αθλητές. Από το 2003 έχει ξεκινήσει ένα ίδρυμα με το όνομα του για να βοηθάει άτομα με λιγότερες ευκαιρίες, οπού εκεί πωλούνται ρούχα, καπέλα και διάφορα προϊόντα με την επωνυμία του ως ενίσχυση του ιδρύματος. Εξάλλου, έχει συνεργαστεί και με μεγάλες εταιρείες, για παράδειγμα Nike, Wilson, Mercedes-Benz και θεωρείται από τους πιο ακριβοπληρωμένους αθλητές.

Η καριέρα του, όπως προαναφέραμε, ξεκίνησε όσο ήταν πολύ μικρός, μόλις 6 χρονών. Η πρώτη του νίκη ήταν το 1998 στο Γουίμπλεντον, ως έφηβος και τότε ξεκίνησε και την καριέρα του ως επαγγελματίας. Το 2000 συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϋ για πρώτη φορά  και έφτασε μέχρι τα ημιτελικά. Κορυφαία στιγμή στην επαγγελματική πορεία του θεωρείται, όμως, η νίκη του επί του Σάμπρας (2001), καθώς μετά αναδείχτηκε 13ος στην κατάταξη. Στο Γουίμπλεντον το 2003 άρχισαν να «έρχονται» οι τίτλοι του και το 2004 έγινε το νούμερο 1 παγκοσμίως στον χώρο του τένις. Εκεί παρέμεινε για 310 περίπου εβδομάδες. Έχει κερδίσει 20 τίτλους συνολικά Grand Slam (Roland Garros, Wimbledon, Αμερικανικό Open και Αυστραλιανό Open). Έχει αγωνιστεί σε όλα τα γήπεδα, σε χωμάτινο, σε σκληρό και σε χόρτο.

Ποια θεωρείται όμως η καλύτερη χρονιά για κάποιον αθλητή; Όταν κερδίζει τίτλους ή όταν γίνεται ευρέως αποδεκτός από ανθρώπους σαν εμάς, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις πάνω στο άθλημα; Όταν απλά λατρεύουμε να τον παρακολουθούμε να τρέχει μέσα στα γήπεδα; Πολλοί θεωρούνε ότι σημαντική χρονιά στην καριέρα του είναι το 2006-2007, αφού ψηφίστηκε ως κορυφαίος τενίστας από τη Διεθνή Ομοσπονδία  Αντισφαίρισης. Όμως, θεωρώ ότι η καριέρα του εκτοξεύτηκε όταν κατάφερε να κάνει το τένις να το αγαπήσουμε όλοι, ανεξάρτητα από το αν γνωρίζαμε τους όρους του παιχνιδιού ή τις ορολογίες, όπως είναι το backhand (χτύπημα από την αντίθετη πλευρά του χεριού, αν είναι δεξιόχειρας ή αριστερόχειρας), το forehand (χτύπημα από την ίδια πλευρά του χεριού του αντίστοιχα), volley (χτύπημα που γίνεται πριν αναπηδήσει το μπαλάκι στο δάπεδο και γίνεται συνήθως κοντά στο φιλέ). Μια μικρή ενημέρωση εδώ ότι ο Φέντε, όπως τον αποκαλούν όλοι, είναι πολύ δυνατός στο μπάκχαντ με το ένα χέρι. Κάτι το οποίο ξεκίνησε ο ίδιος κι ακολούθησαν οι υπόλοιποι.

Στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο ευρέως διαδεδομένο άθλημα, παρ’ όλο που είχαμε κορυφαίους Έλληνες/ Ελληνίδες που αγωνίζονταν επαγγελματικά, όπως είναι η Λένα Δανιηλίδου, ο Μάρκος Παγδατής κ.ά. Αλλά ο Φέντε μαγνήτισε τα βλέμματα με τον τρόπο που έπαιζε και με τον χαρακτήρα του. Αυτός μύησε την Ελλάδα στον κόσμο του τένις και θέλαμε να μάθουμε να παίζουμε όλοι. Με τα απλά του χτυπήματα στους αγώνες, τα οποία μόνο εύκολα δεν τα λες -τα έκανε όμως να φαντάζουν-, την απίστευτη ταχύτητά του, τη συγκέντρωσή του την ώρα του παιχνιδιού και την ηρεμία που εξέπεμπε, κατάφερε να κατακτήσει μια θέση στην Ιστορία της Αντισφαίρισης και στην καρδιά όσων κατάφεραν να τον παρακολουθήσουν.

Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν ανακοίνωσε την αποχώρηση του τον Σεπτέμβριο του 2022, μετά το Laver Cup, όλοι παγώσαμε και δε θέλαμε να το πιστέψουμε. Ο Rafael Nadal, κορυφαίος τενίστας και μεγάλος αντίπαλος του Φέντε, ήταν ο πρώτος που έμαθε τα νέα από τον ίδιο. Παρ’ όλο που δεν ήταν να εμφανιστεί στη διοργάνωση εκείνη, πήγε για να είναι κοντά στον φίλο του και να παίξουν για μία φορά ως συμπαίκτες και όχι ως αντίπαλοι. «Δε θα το έχανε με τίποτα» είχε αναφέρει ο Rafa σε συνέντευξή του. Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετήσαμε όλοι εμείς και όλοι οι αθλητές του κόσμου ένα μεγάλο ταλέντο κι έναν άνθρωπο σεβαστό, αξιαγάπητο και με μεγάλο ψυχικό σθένος.

Λέγεται ότι ένας αθλητής για να γίνει πρωταθλητής, θα πρέπει να ξεπεράσει τα όρια του. Αυτό φαίνεται ότι έκανε και ο δικός μας Roger, και γι’ αυτό έχει μείνει στην ιστορία, γι’ αυτό θα τον ξέρουν όλες οι επόμενες γενιές και θα εύχονται να τον είχαν δει να παίζει έστω και μία φορά  ζωντανά. Εμείς αυτό που ελπίζουμε είναι κάποια στιγμή να μας κάνει τη χάρη να μπει στα γήπεδα για μια ακόμα μία φορά. Εις το επανιδείν Φέντε!

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Γεωργία Καλδή
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου