Τρέχεις να προλάβεις. Άφησες εκκρεμότητες μέχρι και την τελευταία στιγμή. Δεν είχες ξεχάσει, απλώς τα παρέλειψες εσκεμμένα. Είναι που ξόδεψες περισσότερο χρόνο αναρωτώμενη γιατί να διαλέξεις ανθοδέσμη απ’ το να διαλέξεις μια. Είναι που διερωτάσαι γιατί να διοργανώσεις το γλέντι αφού δε νιώθεις να θέλεις να πάρεις μέρος. Είναι που φοβάσαι. Έχεις φρικάρει. Δεν έχει να κάνει με τα αισθήματα που τρέφεις για τον μέλλοντα σύζυγό σου. Είναι που σε πνίγει αυτό το πέπλο κι αυτή η δαντέλα.

Το make up σε κάνει να μοιάζεις παραμορφωμένη και τα ανθάκια στα μαλλιά σου τα βλέπεις μαραμένα. Παίρνεις τα κλειδιά του στολισμένου με λευκές κορδέλες αυτοκινήτου, αυτού που θα σε πήγαινε στην εκκλησία. Μα εσύ το πας αλλού, κάπου που δε σε περιμένει κανείς.

Οι φίλοι ξεκινάνε να σε ξυρίζουν κι εσύ νιώθεις να σου σκίζουν το δέρμα. «Χαλάρωσε» λες στον εαυτό σου και πίνεις ένα ακόμα ουϊσκάκι με τον κολλητό, παύλα κουμπάρο ενώ καταβάλλεις προσπάθεια να γελάσεις με τα κοινότυπα, βαρετά γάμο-αστεία μα μοιάζεις πιο πολύ στον Τζόκερ. Η μητέρα σου προσπαθεί να σου δέσει τη γραβάτα  καθώς νιώθεις το μήλο του Αδάμ να θέλει να βγει απ’ το στόμα σου. Πας στο γκαράζ. Ανάβεις τη μηχανή και σβήνεις το τσιγάρο σου. Μαζί με αυτό κι όλα τα «λόγω της ημέρας» που άκουσες κι είπες ως εκείνη τη στιγμή.

Πιστεύεις πως βρίσκεις τον άνθρωπό σου όταν φαντάζεσαι τον εαυτό σου μαζί του στο πέρασμα των χρόνων. Κι η εγγύηση αυτής της φαντασίωσης ισχύει για όσο νιώθεις πως από τότε που σε θυμάσαι ήσουν σαν από πάντα μαζί του. Μα άλλαξες την ημερομηνία λήξης της εγγύησης. Ίσως να θες να αλλάξεις φόντο στις φαντασιώσεις σου. Συμβαίνει. Μυαλό είναι. Κι όταν υποκινείται δε από ανείπωτα εγωιστικά συναισθήματα συμβαίνει και κάνει μπαμ.

Τι κι αν δεν ήταν το μπαμ απ’ τα βεγγαλικά που ήθελες στον κήπο; Το τόλμησες. Δε φανταζόσουν τη ζωή σου έτσι. Άλλα πράγματα ήθελες εσύ, πώς έφτασες ως εδώ; Δεν ήθελες γάμους και πανηγύρια, δεν ήθελες λουλούδια και κουφέτα. Αυτόν ήθελες μόνο χωρίς καμία υπογραφή. Αυτόν, για εσένα, χωρίς να πληρώσεις κανένα παράβολο για του πεις πως τον αγαπάς ενώπιον όλων. Δεν ήθελες να του το πεις ενώπιο Θεών κι ανθρώπων.

«Αυτό θα θέλει», σκεφτόσουν. «Όλες αυτό δε θέλουν;». Κάπου μπερδεύτηκες κι εσύ. Νόμιζες πως έτσι γονατιστός προσφέροντάς της ένα διαφανές ορυκτό της χαρίζεις εις τους αιώνας των αιώνων την αφοσίωσή σου. Έτσι πίστεψες πως δένουν οι σχέσεις; Αυτή; Αυτό θαρρείς πως πίστευε; Έλαμψαν τα μάτια της πιο πολύ κι απ’ το μονόπετρο. Φώναξε «ναι» πιο δυνατά απ’ ό,τι περίμενες. Πιο δυνατά κι απ’ ό,τι περίμενε η ίδια. Εσύ τώρα πώς την αρνείσαι τόσο σιωπηλά;

Δεν άργησε λεπτό. Λίγο νωρίτερα και θα ήταν πριν από εσένα στην εκκλησία. Όταν σε είδε θυμήθηκε γιατί είπε «ναι». Όταν σε είδε κατάλαβε πως όσοι κι αν βρίσκονταν τριγύρω, ήσασταν και θα μένατε οι δυο σας. Όταν την είδες θυμήθηκες κι εσύ. Κι ας είχες το μυαλό σου στη γραβάτα που με τόσα νεύρα σου έσφιξαν ξανά. Στραβοκατάπιες διακριτικά και τη χαλάρωσες λιγάκι. Τόσο απλό ήταν.

Η «δημόσια» επισημοποίηση της δέσμευσης είναι ικανή, ακόμη και σαν ιδέα, να τα τινάξει όλα στον αέρα λόγω της σημαντικότητας του θεσμού. Να συνειδητοποιήσεις την τελευταία στιγμή πως θέλεις κάτι ή κάποιον άλλο πέρα απ’ τον άνθρωπο που σε επέλεξε κι επέλεξες, κομματάκι δύσκολο -εκτός αν η πρόταση ή η απάντηση δεν ήταν ειλικρινής εξαρχής.

Αυτό που σου ταράζει τα νερά είναι αν θα τα καταφέρεις. Η αμφιβολία αν τηρείς τις προδιαγραφές κι αν θα καταφέρεις να τις τηρήσεις. Κανείς δεν ξεκινάει κάτι με σκοπό να αποτύχει κι εσύ αυτό φοβάσαι. Την αποτυχία, τη δική σου αποτυχία. Δεν αφήνεις άλλωστε περιθώριο σκέψεων για τον άμεσα ενδιαφερόμενο εκείνες τις δικές σου δύσκολες στιγμές. Κι αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα ήταν καλό να κάνεις. Γιατί αυτό διάλεξες. Να μην είσαι μόνος. Μη φέρεσαι σαν να είσαι.

Διασφαλίζεται το για πάντα με ένα δαχτυλίδι; Είναι αρκετή μια ημέρα να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή; Όχι. Είναι το άθροισμα των ημερών που προδιαθέτουν διάρκεια κι η  ελπίδα είναι που θα τη διασφαλίζει. Κανένα καράτι. Η θέληση, όχι η λάμψη. Η ευαισθησία κι όχι η σκληρότητα να πάρεις την απόφαση να πας.

Γι’ αυτό πριν κάνεις να φύγεις, στάσου λίγο.

Συντάκτης: Τζένη Βελιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη