Γράφει η Α.

Δε μας χαρίστηκε ο χρόνος. Ποτέ και σε τίποτα δεν ήταν με το μέρος μας. Μας δάνεισε λίγες στιγμές κλεμμένης ευτυχίας και μετά μας έκλεισε κοροϊδευτικά το μάτι και μας τις πήρε πίσω με τόκο. Αφήνοντάς μας να προσπαθούμε άλλοτε να ξεχάσουμε κι άλλοτε να τον γυρίσουμε πίσω.

Αυτός συνέχισε να κυλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα κι εμείς μόνιμα σ’ έναν αγώνα. Κάθε μέρα να μαζεύουμε τα κομμάτια μας και κάθε νύχτα αυτά να ξανασκορπίζονται. Με ψίχουλα μάθαμε να κρατιόμαστε και να προχωράμε. Μ’ ένα βλέμμα, μια κουβέντα, πού και πού μια αγκαλιά.

Στην αρχή θύμωσα με όλους και με όλα. Μ’ εσένα, μ’ εμένα, με την τύχη που μας ειρωνεύτηκε, με την ψεύτικη ευκαιρία που μας δόθηκε, με τη ζωή την ίδια. Θύμωσα με τις επιλογές μας, μ’ όσα προλάβαμε να νιώσουμε, μ’ όσα δεν προλάβαμε να κάνουμε.

Με θυμάμαι να σε κοιτάζω και να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να σε δει μ’ άλλα μάτια. Ευχόμουν να σταματήσω να σ’ αγαπάω τόσο πολύ. Ευχόμουν να ξυπνήσω ένα πρωί και να μην πονάω πια. Να μη θυμάμαι τι ήσουν για μένα, να μην υπάρχεις άλλο μέσα μου.

Δεν τα κατάφερα. Ευτυχώς. Δεν ξε-αγαπάνε όσοι αγάπησαν πραγματικά. Δεν ξεριζώνονται βίαια τα βαθιά συναισθήματα. Και ίσως, τελικά, παρά τον πόνο που μας προκαλούν, να είναι αυτά για τα οποία αξίζει να υπάρχεις σ’ αυτόν τον κόσμο.

Και μόνο για να σε γνωρίσω και να σ’ αγαπήσω άξιζε να υπάρξω. Για όσα μου έμαθες. Για όσα είδες σ’ εμένα. Για τις στιγμές που μαζί αγγίξαμε το απόλυτο. Για την πλήρη ένωση ψυχών και σωμάτων.

Ο χρόνος σαρώνει στο διάβα του. Το ξέρω πια καλά αυτό. Διαλύει σχέσεις, παίρνει μακριά μας δικούς μας ανθρώπους, μας δοκιμάζει και μερικές φορές μας ισοπεδώνει. Φέρνει κι όμορφα πράγματα, δεν είναι μόνο κακός και σκληρός μαζί μας. Απλά εγώ, τουλάχιστον, δεν τον συμπάθησα ποτέ. Ίσως γιατί στο μυαλό μου έρχεται μαζί με τη φθορά.

Γι’ αυτό, σου δίνω μια υπόσχεση και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να την κρατήσω: εμάς δε θα μας αγγίξει ο χρόνος. Δε θα μπορέσει να μας πειράξει, δε θα τον αφήσω να φθείρει όσα προλάβαμε να ζήσουμε. Δε θα του επιτρέψω να μας διαλύσει.

Κι αν το κόστος αυτής μου της επιλογής είναι να μην είμαστε ποτέ μαζί, ας είναι. Το αναλαμβάνω. Αν έχω ένα δικαίωμα που δεν μπορεί κανείς να μου το πάρει, αυτό είναι το δικαίωμα στο όνειρο. Και ξέρω πως για να ζήσει τ’ όνειρό μου, δεν πρέπει να γίνει ποτέ πραγματικότητα.

Εσύ είσαι η έμπνευσή μου. Εσύ είσαι ο λόγος που το μολύβι κυλάει πάνω στο χαρτί. Που τα δάχτυλά μου τρέχουν πάνω στα πλήκτρα σαν να συνθέτουν μια μελωδία. Εσύ είσαι η δύναμή μου τις δύσκολες μέρες. Εσύ είσαι το λιμάνι της σκέψης μου.

Αφιερωμένα σ’ εσένα είναι εκείνα τα βράδια που κοιτάζω τ’ αστέρια και χαμογελάω με την ιδέα ότι βλέπουμε τον ίδιο ουρανό. Για σένα μου μιλάνε τα τραγούδια που ακούω. Τη δική σου μορφή έχει η λέξη «αγάπη» στο μυαλό μου.

Σου ανήκει κάθε δάκρυ που κυλάει στο μαξιλάρι μου όταν δε με βλέπει κανείς. Σου ανήκουν όμως και τα πιο φωτεινά μου χαμόγελα. Εκείνα όταν συναντιούνται τα βλέμματά μας. Δικά μας είναι τα πιο όμορφα λόγια, δικές μας κι οι πιο δυνατές σιωπές.

Αυτά μου έδωσε ο χρόνος, σαν αποζημίωση για όσα δε μας άφησε να κάνουμε μαζί. Είναι ο θησαυρός που μου χαρίστηκε για ν’ αντέχω τον πόνο της απουσίας σου. Και μ’ αυτόν θα ζήσω από δω και πέρα.

 

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.