Σαββατόβραδο και η παρέα μαζεύεται στο γνωστό της στέκι . Αυτή τη φορά υπάρχουν και μια-δυο νέες «συμμετοχές», η φίλη μιας φίλης και ο φίλος ενός φίλου και κάπως έτσι ανανεώνεται το σχήμα της παρέας και το κέφι ανεβαίνει μαζί με την ένταση της μουσικής, τα πρώτα ποτάκια, τα δεύτερα σφηνάκια και η διάθεση χαλαρώνει, οι άμυνες το ίδιο και η ατμόσφαιρα αρχίζει να ηλεκτρίζεται από ερωτισμό. Τα κεράσματα δίνουν και παίρνουν, τα πρόσωπα έρχονται πιο κοντά και φυσικά τα σώματα ακολουθούν. Η διάθεση για φλερτ είναι διάχυτη. Είναι η στιγμή που παίρνουμε περισσότερα ρίσκα και τολμάμε να εκδηλώσουμε το ενδιαφέρον μας για κάποιο πρόσωπο που μαγνήτισε την προσοχή μας. Εξάλλου, αν όχι τώρα, πότε; Και μέχρι εδώ καλά. Κέφι, κοινωνικότητα, αυτοπεποίθηση και λίμπιντο στα ύψη. Τι γίνεται όμως αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον και ανταπόκριση «εκατέρωθεν»;

Ας ξεκαθαρίσουμε ότι δε συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους να εκδηλώνουν την τάση τους για φλερτ αβίαστα. Άλλοι κατέχουν την τέχνη όντας άτομα με κοινωνικό ταπεραμέντο και για άλλους είναι κάτι σχεδόν τρομακτικό να πρέπει να κοινοποιήσουν τις  συναισθηματικές ή ερωτικές τους προθέσεις, φοβούμενοι την απόρριψη. Υπάρχει άραγε κανείς που να μη φοβάται την απόρριψη; Η διαφορά είναι μάλλον στο πώς τη διαχειρίζεται ο κάθε άνθρωπος.  Άλλος έχει την εμπειρία και την ιδιοσυγκρασία να τη χειριστεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και να την αφήσει πίσω του κι άλλος το φέρει βαρέως και διστάζει για πολύ καιρό να ξαναπροσπαθήσει. Τι κάνει ωστόσο το άτομο που δέχεται το φλερτ και θέλει να το αποκρούσει και μάλιστα ενώπιον όλης της παρέας;

 

.

Διπλή η αποστολή του: να μη θίξει το άτομο που το φλερτάρει και να μην κάνει την παρέα να ξενερώσει. Δεδομένου ότι η όλη φάση γίνεται μπροστά σε όλους λοιπόν, η άρνηση πρέπει να γίνει με ακόμα περισσότερη λεπτότητα και διακριτικότητα ώστε να μη θιχτεί ανεπανόρθωτα το άτομο που μας προσέγγισε με γενναιότητα· με την προϋπόθεση ότι το φλερτ του ατόμου αυτού είναι όμορφο κι όχι τέτοιο που να προσβάλει. Χρειάζεται ευαισθησία, ενσυναίσθηση και λόγια μετρημένα. Χρειάζεται να τολμήσουμε για δυο λεπτά να σκεφτούμε πως οι ρόλοι αντιστρέφονται και να φερθούμε αντίστοιχα.

Στην περίπτωση που έχει πέσει στην αντίληψή μας εγκαίρως η πρόθεση για φλερτ και όντως μας αφήνει αδιάφορους, καλό είναι να το «αναχαιτίσουμε» όσο πιο νωρίς γίνεται πριν τα ποτά και η νύχτα κάνουν το άλλο άτομο ακόμα πιο τολμηρό και αποκαλυπτικό. Αν παρ’ όλ’ αυτά δε ληφθεί  το σήμα νωρίς ούτε από τη μία μεριά ούτε από την άλλη, υπάρχουν κάποιες σταθερές ατάκες που δείχνουν στο πρόσωπο απέναντί μας ευγενικά αλλά ξεκάθαρα τη μη διαθεσιμότητα της άλλης πλευράς, του τύπου «ας το αφήσουμε όπως έχει», «φαίνεται να κάνουμε καλή παρέα, ας μην το πιέσουμε και θα δούμε πώς θα πάει», και τόσες άλλες που σίγουρα όλοι μας έχουμε χρησιμοποιήσει, άλλοτε τελεσίδικα κι άλλοτε ανακαλώντας τις σε κάποια επόμενη έξοδο.

Οι εμπειρίες πάντως δε βοηθούν μόνο το άτομο που εκδηλώνεται φλερτάροντας να επιτύχει ή όχι, βοηθούν ακόμα ίσως περισσότερο να απαντήσει λεκτικά ή σημειολογικά και το άλλο άτομο που δέχεται το φλερτ με τρόπο ώστε να διατηρηθεί ένα επίπεδο και στο κοινωνικό περίγυρο και στο δύο «εμπλεκόμενα μέρη». Γιατί όσο τακτ και πολιτική χρειάζεται το φλερτ, άλλο τόσο απαιτείται και για να το αποκρούσεις.

Καλό είναι να κοιτάς τον άλλον στα μάτια σταθερά με βλέμμα ευθύ και να του απαντάς ειλικρινά και ευγενικά προσπαθώντας να μην πληγεί η αυτοπεποίθησή του και αφήνοντας την υπεροψία της στιγμής στην άκρη.  Σε οτιδήποτε εξάλλου κάνουμε ή προσπαθούμε, η πιθανότητα αποτυχίας είναι πάντοτε μέσα στο παιχνίδι, όσο καλά σχεδιασμένο και να’ ναι. Γιατί η αποτυχία είναι ένα ρίσκο σε οτιδήποτε επιχειρούμε χωρίς ποτέ αυτό να σημαίνει ότι παύουμε να προσπαθούμε. Η αποτυχία του σήμερα εξάλλου είναι μια μελλοντική επιτυχία γιατί αναντίρρητα η εμπειρία μετράει. Κι όπως λέει και η Lady Gaga :

“We don’t know how to rhyme but damn we try”.

Συντάκτης: Άννα Δρεπανοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη