Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους -αν όχι ο μεγαλύτερος- ψυχολόγους όλων των εποχών κι ας ταρακούνησε την τότε συντηρητική κοινωνία της Βιέννης με την πρωτοποριακή κι ακραία, για τα δεδομένα της εποχής, θεωρία του. Πολλοί μελετητές και συνάδελφοί του αναγνώρισαν την αξία των θεωριών του, άλλοτε ταυτίστηκαν με τις απόψεις του και άλλοτε τις αμφισβήτησαν με σθένος, ενίοτε και μένος.

Αυτός όμως ήταν ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ένας άνδρας με πυγμή, ακραίες απόψεις και απόλυτη πίστη στα λεγόμενά του. Πώς θα μπορούσε άλλοτε να μην πετύχει, αφού «υπήρξε το πρώτο αγαπημένο παιδί της μητέρας του»; Η προσωπική του ζωή υπήρξε εξίσου θυελλώδης όσο και η επαγγελματική του, αφού πολλοί μελετητές φαίνεται να πιστεύουν ότι η αλληλογραφία του, που είναι αρκετά πλούσια δεδομένης και της επικοινωνίας εκείνη την εποχή, περιέχει καλά κρυμμένα οικογένεια μυστικά, ίσως και έναν κρυφό έρωτα ανάμεσα στον ίδιο και την αδελφή της γυναίκας του. Κάποιοι κάνουν λόγο για αποδείξεις ξενοδοχείων που φέρουν την υπογραφή των δύο τους, προσδίδοντας αληθοφάνεια στη φήμη αυτής της παράνομης ερωτικής σχέσης Σίγκμουντ και Μίνας. Επικρατεί μια σχετική παραφιλολογία για το αν πράγματι η σύνδεσή τους ήταν κάτι παραπάνω από πνευματική και οι εικασίες απειλούν να δώσουν τη θέση τους στην αλήθεια.

Ακόμη και ο Carl Jung, στενός συνεργάτης του Freud και αργότερα ένας από τους επικριτές του, φαίνεται να υπονόησε την υποτιθέμενη σχέση του πρώτου με την Minna Bernays. Τα πολυάριθμα γράμματα ωστόσο που άφησε πίσω του ο πατέρας της ψυχανάλυσης δεν περιέχουν επαρκή στοιχεία ώστε να επιβεβαιώνεται η πιθανή ερωτική τους σχέση. Αντίθετα, λέγεται ότι ο ίδιος είχε παραδεχτεί στην πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, εξίσου ψυχαναλύτρια και καλή του φίλη, ότι η Μίνα ήταν μόλις μία εκ των ελάχιστων καλών του φίλων. Τον ισχυρισμό αυτό επιβεβαιώνει και ο βιογράφος του Freud, Πίτερ Γκρέι, ο οποίος αποδίδει τη φήμη αυτή σε μια προσπάθεια του Γιούνγκ να αμαυρώσει το όνομα του άλλοτε στενού του φίλου και συνεργάτη.

Πριν βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα υπέρ η κατά μιας άποψης, ας αναλογιστούμε τις αντιλήψεις της εποχής στην οποία διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για δύσκολες εποχές, ταραγμένα από συγκρούσεις χρόνια, ανθρώπους που πάσχιζαν να γλιτώσουν από τις γνωστές απόψεις της Γερμανίας, βιβλία που κάηκαν στην πυρά και μια κοινωνία που κάθε άλλο παρά μοντέρνα θεωρούνταν. Η στενή φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα μπορεί να θεωρούνταν, όχι απλά ταμπού, αλλά σίγουρα ανύπαρκτη και καθόλα ύποπτη. Πόσο μάλλον η φιλία ανάμεσα σε μια αξιόλογη -σύμφωνα με τις περιγραφές των μελετητών- γυναίκα και έναν τολμηρό άνδρα που δε δίσταζε να εκφράζει ακραίες απόψεις περί σεξουαλικότητας και ενστίκτων.

Ό,τι κι αν συνέβη στην πραγματικότητα και ό,τι κι αν επιλέξει κανείς να πιστέψει, η αλήθεια παραμένει και αφορά αποκλειστικά τους άμεσα εμπλεκόμενους. Πολύ περισσότερο, ο Φρόιντ έγινε γνωστός για το μέγεθος των ευρημάτων και των πληροφοριών που αντανακλούν οι απόψεις του και πολύ λιγότερο για το αν διατηρούσε κρυφό δεσμό με την κουνιάδα του. Στην περίπτωσή του, αν και η ζωή του συνδέεται άμεσα με τις απόψεις και τις ιδέες του, το αξιόλογο έργο του υποβαθμίζει οποίο άλλο υποτιθέμενο ερωτικό του ατόπημα με τη γυναίκα της αδελφής του. Μια ερώτηση για εμένα παραμένει ωστόσο: «είναι ποτέ δυνατόν ένας άνδρας τόσο ερωτευμένος με τη γυναίκα του, που σε κάθε γράμμα του προς αυτή δε διστάζει να παραδεχτεί το πάθος και τον έρωτά του, να συνάψει σχέση με την αδελφή της;».

Συντάκτης: Εύη Λεγάτου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη