Το κείμενο είναι η πλέον επίσημη έκφανση του λόγου. Καταγράφει και επισφραγίζει όσα λέγονται. Πρόκειται ουσιαστικά για τον ενδιάμεσο μεταξύ συντάκτη και αναγνώστη και ταυτόχρονα, για το μέσο με το οποίο ο πρώτος επιδρά άθελά του, ή και ηθελημένα, στην ψυχολογία του δεύτερου προκειμένου να τον κάνει ασπαστεί τις απόψεις του. Το ύφος που θα επιλέξει δίνει ροή στις ιδέες και τις σκέψεις του και προσδίδει το ατομικό του στυλ .Όλα τα συμφωνητικά, είτε πιστοποιητικά γάμου, είτε σύμφωνα συμβίωσης, είτε επαγγελματικά συμβόλαια, για να έχουν ισχύ και εγκυρότητα συντάσσονται σε γραπτή μορφή.

Για τον προφορικό όμως λόγο δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν εκφράσεις όπως «τα λόγια πολλές φορές τα παίρνει ο αέρας» ή «καλά μωρέ, μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς, λέμε και καμιά κουβέντα παραπάνω» κι ενώ θεωρητικά είναι η λιγότερο «επικίνδυνη» κατάθεση των σκέψεών μας έναντι της γραπτής, που είναι σαφώς πιο χρονοβόρα και επίπονη, η δεύτερη έχει υιοθετηθεί από μεγάλη μερίδα ανθρώπων πλέον όταν αισθάνονται την ανάγκη να προβούν σε εκδήλωση συναισθημάτων, είτε πρόκειται για δήλωση αγάπης, φλερτ ή ακόμα και αψιμαχίας, προσβολής και τσακωμού.

 

 

Στέλνοντας ένα σύντομο μήνυμα, αποφεύγουμε να σηκώσουμε το τηλέφωνο για να κλείσουμε ένα ραντεβού, αποφεύγουμε να σηκώσουμε τα μάτια και να μιλήσουν έστω αυτά αντί του λόγου μας. Η σημειολογία της γλώσσας του σώματος και των οπτικοακουστικών εκφράσεων έχουν περάσει σε δεύτερο πλάνο. Σκεφτόμαστε διπλά και τριπλά τη δυσκολία του να εκμυστηρευτούμε τις σκέψεις μας και να τις μοιραστούμε έχοντας το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει απέναντί μας. Μας είναι πολύ πιο οικείο πλέον, ίσως και λόγω της τεχνολογίας, να γράψουμε μια σύντομη ή και μακροσκελή ακόμη εξομολόγηση ή εξιστόρηση. Αν και το γραπτό όπως ξέρουμε «μένει» και η παρουσία του είναι αδιαμφισβήτητη αποτελώντας τεκμήριο από μόνο του, είναι αρκετά πιο άβολο να εναντιωθούμε, να προσβάλουμε, βρίσουμε, φλερτάρουμε, εξομολογηθούμε προφορικά και δια ζώσης, κοιτώντας τον αποδέκτη μας κατάματα. Πέντε λεπτά παρέα με το πληκτρολόγιό μας, στο οποίο με ένα backspace όλα διορθώνονται, φαντάζουν ανακουφιστικά ευκολότερα.

Πασίγνωστες ερωτικές επιστολές σε διαφορετικές εποχές στο παρελθόν έμειναν στην ιστορία λόγω του πάθους που ανάβλυζαν. Της Φρίντα Κάλο προς τον ομοϊδεάτη άντρα της Ριβέρα που ενστερνίζονταν την ίδια άποψη ζωής και πολιτικών πεποιθήσεων, της Ζέλντα προς τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ όταν η πρώτη ήταν έγκλειστη σε ψυχιατρική φυλακή, του Μπετόβεν προς την «Αθάνατη Αγαπημένη», επιστολές που βρέθηκαν στο συρτάρι του και δεν είμαστε σίγουροι για το αν επρόκειτο για γυναίκα ή για τη μουσική, της Σιμόν ντε Μποβουάρ προς τον Ζαν-Πωλ Σάρτρ, επιστολές που καταγράφουν το εκρηκτικό τους ταπεραμέντο ως εραστές μέχρι το θάνατο του Σάρτρ, του πανίσχυρου Ναπολέοντα προς τη Ζοζεφίνα που της δήλωνε «η ευτυχία μου είναι να βρίσκομαι συνέχεια κοντά σου» και του Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις οποίες κατέθετε τον ανεκπλήρωτο και μονομερή έρωτά του για τον Ισπανό φίλο του Σαλβαντόρ Νταλί. Κάθε γραμμή από αυτές τις επιστολές φωτίζουν πτυχές σπουδαίων ανθρώπων που δε θα φανταζόμασταν ποτέ ότι δοκιμάστηκαν από τέτοια πάθη και αδυναμίες.

Όταν γράφουμε μια ερωτική επιστολή δίνουμε σάρκα και οστά στο πρόσωπο έμπνευσής μας και οι λέξεις έρχονται εύκολα. Βγάζουμε τις πιο μύχιες σκέψεις μας, τον πόνο και την απελπισία μας ή την ανείπωτη χαρά και τον έρωτά μας. Η ερωτική εξομολόγηση δε χρειάζεται συγγραφική ικανότητα αλλά πάθος και έμπνευση, καθώς επίσης απελευθέρωση και συνειδητοποίηση. Όταν γινόμαστε αποδέκτες μιας τέτοιας επιστολής τα συναισθήματα που μας προκαλεί -στην περίπτωση φυσικά που ενστερνιζόμαστε τα όσα υπάρχουν στο χαρτί μπροστά μας- είναι τέτοια που διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το κείμενο νομίζουμε ότι ακούμε την εξομολόγηση ξανά και ξανά.

Η δήλωση της αγάπης, αυτό το ξεγύμνωμα ψυχής, όπως κι αν γίνει, είτε προφορικά, είτε γραπτά, είτε με πολλά και παθιασμένα λόγια, είτε με φειδωλά και λακωνικά, δεν παύει να είναι μια ιδιαίτερη στιγμή χαραγμένη στην αιωνιότητα και ταυτόχρονα γραμμένη με ανεξίτηλο μελάνι στις σελίδες της δικής μας ιστορίας, μια στιγμή που αξίζουμε όλοι και να την προσφέρουμε και να τη δεχτούμε και όπως και να ‘χει να την απολαύσουμε.

 

Συντάκτης: Άννα Δρεπανοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη