Άνοιξε το μαγνητόφωνο, κάθισε μπροστά, άναψε ένα τσιγάρο. Πήρε μια κασέτα, την έβαλε μέσα. Αν και Σαββάτο, δε γούσταρε να βγει, ήθελε να μιλήσει μεν, αλλά δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Τα έπαιρνε με όλους, γκόμενες που τους φταίγανε όλα, γκόμενοι που τα ‘παιρναν χωρίς λόγο, δήθεν ποιητές, δήθεν μάγκες, δήθεν άνθρωποι.
Το αλκοόλ, το έπινε από το μπουκάλι, του άρεσε να μη μετράει τα ποτήρια. Φίλοι ελάχιστοι, γνωστοί οι πάντες. Πάτησε το πλέι και μίλησε.
«Α ρε φίλε. Έφυγες κι εσύ και τώρα βρίσκω τη δικαιολογία να μεσημεριάσω παραπάνω, να πω δεν έχω παρέα και να καθίσω μέσα. Ακούς, ξαναχώρισα και με την Αγγελική, δε μου άρεσε ο τρόπος που μου έλεγε καλημέρα.
Είμαι κι εγώ μυστήριος άνθρωπος, μέσα στην ανασφάλεια, με νιώθεις; Θα μου πεις, γιατί δεν παίρνεις τηλέφωνο ρε αδερφέ. Θα σου πω ότι δεν έχω τηλέφωνο.
Θύμωσα που λες και μ’ αυτό τις προάλλες και το αποτέλεσμα ήταν να μαζεύω τα κομμάτια του από το πάτωμα. Θυμάσαι τι έλεγες; Νευρικός κι ανυπόμονος μια ζωή. Ε τώρα, όσο μένω μόνος, τόσο πιο πολύ αγριεύω, το ‘δα και σε γκράφιτι.
«Ό, τι μεγαλώνει στη μοναξιά, γίνεται άγριο.»
Δεν εμπιστεύομαι, έχω καιρό να εμπιστευτώ. Κάποτε θυμάμαι, εμπιστευόμασταν αμέσως. Μιλούσαμε, γελούσαμε, χαλβαδιάζαμε, ερωτευόμασταν στο τσαφ. Τώρα κοιτάμε να δούμε που το πάει ο τυπάς ή η τύπισσα και χάνουμε τη μαγεία.
Θυμάσαι ρε φίλε τα μπαρ; Ε κι αυτά πια, έγιναν συνηθισμένα. Ξέρεις τι έπιασα τον εαυτό μου να μονολογεί τις προάλλες; Ότι έχει χαθεί η ατμόσφαιρα και δεν είναι όπως παλιά. Με νιώθεις;
Δε χάθηκε καμιά ατμόσφαιρα, εμείς δεν τη νοιώθουμε πια. Έγινε αυτό που φοβόμασταν, γαμώ το κέρατο μου. (Ανάβει τσιγάρο, τραβάει καπνό). Θυμάσαι που γελούσαμε με τους βολεμένους, που μιλούσαν για το παρελθόν; Ε τώρα κάνω το ίδιο, όλο θυμάσαι και θυμάσαι είμαι.
Θα μου πεις, οκ εσύ το έπιασες, άλλαξε το. Έλα που δεν αλλάζει το μπουρδέλο. Θυμάσαι την Λουίζα; Έρωτας οχτώ μήνες κοντά. Να μην υπολογίζω τίποτα, σχέση επανάσταση. Την είδα προχθές με έναν λέλεκα. Κανονικά δεν έπρεπε να με τσούξει; Έλα που δε μ’ έτσουξε.
Πέρασε η κυρία από μπροστά, καραβάκι στ’ ανοιχτά με εννια μποφορ. Το λοιπόν, μου πετάει μια καλησπέρα και πάει και κάθεται. Θες να σου πω τι έκανα; Τους κέρασα τα ποτά. Με πιάσανε κάτι γέλια ρε φίλε, έτσι όπως τους έβλεπα. Ο λέλεκας και η Λουίζα, Hollywood!
Προχθές, ήρθαν δύο παλικάρια να μου μιλήσουν για πολιτικά, θυμάσαι πως τα γουστάραμε αυτά; Ξέρεις τι απάντησα; «Ωχ βρε παιδιά, δε σταματάτε να πιούμε ένα καφέ στα μουγκά, γιατί δεν μπορώ τη μίρλα;»
Α ρε φίλε, έφυγες. Ξέρεις, είδα τις προάλλες την πιανίστρια σου, βάλθηκε να ψαρεύει που είσαι. Της είπα ότι έφυγες. Μια ζωή βολεμένη η πιανίστρια, έσπασε στην κουβέντα μας. «Που πήγε;» λέει, Γαλλία της κάνω. Κατέβασε το κεφάλι και μου είπε να σου πω ένα «γεια», αν μιλήσουμε. Γεια λοιπόν.
Με τις γκόμενες άκρη δε βγάζω. Άντε και βρίσκεις μια και το πας σιγά σιγά, γιατί τη γουστάρεις. Το γαμώτο, είναι ότι θα σε αφήσει αυτή. Μέσα στα μυστικά οι σχέσεις και στα κρυμμένα κλειδιά.
Να σου πω, για να μη νομίζεις ότι τα βγάζω από το κεφάλι μου. Ένας φίλος είχε μια γκόμενα, πρέπει να στον γνωρίσω αυτόν, θα κάναμε και ωραία παρέα.
Ωραία κοπέλα, δικιά μας, μέσα στα πράγματα, θεατρίνα. Εδώ ήμαστε είπε, να δοκιμάσω κι όπου βγάλει. Ήρθε μια μέρα και του λέει «βρήκα άλλον και σ’ απάτησα, αλλά τελικά ήταν λάθος.» Του ήρθε κεραυνός.
Θα μου πεις, γιατί ρε φίλε, εμείς όταν το κάναμε ήταν ωραία; Αυτό σκέφτηκε και είπε να το κάνει γαργάρα. Ήταν ανώτερος άνθρωπος ο φίλος. Και στην τελική, τι σημαίνει κερατάς; Στην σημερινή εποχή, όλοι κερατάδες ήμαστε. Την τέταρτη μέρα, τον πιάνει και του λέει ότι δεν αισθάνεται πράγματα πια για αυτόν και τα λοιπά. Τον χώρισε ρε μαλάκα.
Έχουν μεγάλη πλάκα οι σχέσεις. Πες μου για τις δικές σου. Θα ‘χεις βρει καμιά Γαλλιδούλα στάνταρ, είσαι μεγάλη κουφάλα εσύ.»
Η κασέτα δεν κινούταν, έκοψε τη ροή της σκέψης του και σηκώθηκε ν’ ανοίξει το μαγνητόφωνο. Την είδε όλη μαζεμένη. Δε νευρίασε, ούτε αυτό δεν έκανε.
Γέλασε μόνο και σηκώθηκε να βγει έξω.