Το παιχνίδι που ονομάζεται «ζωή» μία φορά μας δίνεται η ευκαιρία να το παίξουμε, με αυτή τη μορφή τουλάχιστον. Κι εμείς αντί να το χαρούμε προσπαθούμε να το κερδίσουμε. Να φτάσουμε στο τέλος γρήγορα, πολλές φορές όσο πιο άκοπα κι ανέντιμα δύναται, αδιαφορώντας για τις συνέπειές με μοναδικό αυτοσκοπό τη νίκη.

Θυμίζουμε άλογα κούρσας, που ο καθένας έχει ράψει τις δικές του παρωπίδες, κομμένες και ραμμένες στη δική του ματαιοδοξία, με απώτερο στόχο αυτή την καταραμένη πρωτιά. Ποια νίκη; Αυτή που αν δεν την πετύχεις, χάνεις το παιχνίδι οριστικά; Κι αν όλα τελειώνουν από εκείνο το σημείο κι έπειτα; Αν έχεις τα κατάλληλα ψυχικά αποθέματα, πατάς το κουμπί που γράφει επανεκκίνηση, γνωρίζοντας όμως κι ο ίδιος ότι αν δεν αλλάξεις τον τρόπο που παίζεις θα καταλήξεις ξανά στο ίδιο σημείο, περισσότερο λαβωμένος αυτή τη φορά.

Τι γίνεται με αυτούς που τερματίζουν πρώτοι σε αυτή την κούρσα; Τρέχουν μόνοι τους. Οι προσωπικές παρωπίδες δεν τους αφήνουν να γευτούν τη μυρωδιά του χώματος όταν τρέχουν, να κοιτάξουν πόσο όμορφα είναι τα υπόλοιπα άλογα δίπλα τους. Αγνοώντας επιδεικτικά να στρέψουν το βλέμμα τους προς το μέρος τους και να κατανοήσουν ότι τρέχουν μόνοι τους. Το συνειδητοποιούν μόνο όταν τερματίσουν και βγάλουν τις παρωπίδες. Κατεβαίνουν απ’ το άλογο και παρατηρήσουν γύρω τους. Ποιοι είναι δίπλα τους κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών; Συνήθως μόνο ο υπέρμετρος εγωισμός τους κι απ’ τη στιγμή που τον κάλυψαν κερδίζοντας την κούρσα, δεν έχουν πλέον τίποτε άλλο να πράξουν.

Μη σε μπερδεύουν οι πιθανές ανθρώπινες φιγούρες δίπλα τους, είναι απλώς αυτοί που βρέθηκαν μετωπικά στο δρόμο τους,  τους παρέσυρε η φόρα. Ένας από αυτούς αν είχε καταφέρει να ανέβει στο άλογο και να τραβήξει τα χαλινάρια ίσως τώρα να είχαν πραγματικά κερδίσει.

Τι σημαίνει τελικά «κερδίζω στο παιχνίδι που λέγεται ζωή»; Η απάντηση βρίσκεται στα λόγια ενός μικρού παιδιού. Ίσως του διασημότερου μικρού παιδιού (όχι του Μακόλεϊ Κάλκιν, πρωταγωνιστή του home alone), του αγαπημένου Μικρού Πρίγκιπα. Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου ο ήρωας μας λέει: «Όλοι οι μεγάλοι ήταν παιδιά πρώτα. Αλλά λίγοι το θυμούνται».

Λίγοι το θυμόμαστε. Ζούμε μια ζωή μέσα στα «πρέπει» και τα «μη», σε μια κοινωνία που η μορφή της μοιάζει με τον κακεντρεχή κύριο που θα σκάσει την μπάλα των παιδιών όταν ξεφύγει απ’ τα όρια του παιχνιδιού και πέσει στο μπαλκόνι του. Φοβόμαστε να του σπάσουμε το τζάμι, να παίξουμε το παιχνίδι στα δικά μας μέτρα κι σταθμά.

Αφήνουμε τις μέρες να περνάνε για τις καλύτερες που πιστεύουμε ότι θα έρθουν. Θυμάσαι ποτέ, όμως, ως παιδί να άφηνες μια ευκαιρία για παιχνίδι να πάει χαμένη; Παρακαλούσες για μία τέτοια ευκαιρία και όταν σου δινόταν· διασκέδαζες σαν να μην υπήρχε αύριο. Τώρα γιατί δεν το κάνεις; Κι όχι απλά δεν το κάνεις, αλλά στις στιγμές που αυτό το παιδί μέσα σου χτυπάει την πόρτα του την κλείνεις στα μούτρα, με τη δικαιολογία ότι δεν έχεις χρόνο. Δεν έχεις χρόνο για τι, ρε βλάκα; Και τι θες να είναι ο χρόνος; Ο μπαμπούλας που θα σε φάει αν δεν προλάβεις ή μοναδική ευκαιρία για να ζήσεις;

Τρέξε, πέσε, χτύπα, χοροπηδά, κλάψε, φώναξε, παίξε. Κάνε ό,τι έκανες παιδί στη σκηνή των μεγάλων. Όχι για τους μεγάλους, για σένα. Μην πιέζεις τον εαυτό σου. Μην προσποιείσαι ότι είσαι κάτι που δεν είσαι για κανέναν. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχει ό,τι είναι πιο κοντά στην ψυχή σου. Κι αυτή η ψυχή σίγουρα είναι καλύτερα όταν παίζει με τους δικούς της κανόνες.

Πρόσεξε, όμως, μη βιαστείς να κερδίσεις. Προπάντων μην κάνεις τα πάντα για τη νίκη. Σε κανένα παιδί δεν αρέσει η κλεψιά. Ψάξε βαθιά, βρες τα με το παιδί μέσα σου και φτιάξε το δικό σου παιχνίδι. Εξάλλου στη ζωή σου έχεις ερωτευτεί, ονειρευτεί, αγαπήσει σαν παιδί, γιατί να ζεις ως ενήλικας;

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη