Κάπου στο κοντινό 1996, ο Άλκης Αλκαίος με τους στίχους του, ο Θάνος Μικρούτσικος με τις μουσικές του κι η φωνή του τεράστιου Δημήτρη Μητροπάνου, μας χάρισαν ίσως τον πιο υπέροχο στίχο για να ντύσει κάποιος ένα απωθημένο- ναι, αυτό που γνωρίζεις εκ των προτέρων πως θα σε καταστρέψει, θα σε τρελάνει, θα σε τρώει λίγο λίγο, μέρα με τη μέρα. Γράφτηκε, λοιπόν, στην ιστορία το «στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι, πάντα γελαστοί και γελασμένοι».

Πώς είναι άραγε να είσαι γελαστός ενώ είσαι γελασμένος; Ίσως να είναι χαμένο παιχνίδι από τ’ αποδυτήρια, που λένε κι οι φίλοι της στρογγυλής θεάς. Βρίσκεσαι κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που σου ταράζει το μέσα σου, το είναι σου, βρε παιδάκι μου, αλλά τυγχάνει να είσαι μέσα σ’ ένα πλήθος γνωστών κι αγνώστων, θέλεις να μη δείξεις τη λάμψη των ματιών σου, το οριακό έμφραγμα στην καρδιά σου, αναγκαστικά πρέπει να το καταπιείς· πώς άραγε; Έλα μου ντε.

Και πες πως τον βρίσκεις τον τρόπο, χαμογελάς, κάνεις ότι μιλάς για άσχετα πράγματα –ποιος δεν το έχει κάνει-, αλλάζεις οπτικό πεδίο, απομακρύνεσαι ή στην τελική φεύγεις. Αυτή είναι η στιγμή που το έργο για το οποίο έχεις υπάρξει για συνεχόμενο καιρό θεατής ξεκινά: το μαρτύριο της συνεχούς ανασφάλειας, η οποία έχει πάρει ήδη μια θέση στη σπρινταρισμένη καρδούλα σου.

Γκλιγκ! Πρώτο μήνυμα στο viber -δείγμα οικειότητας- εννοείται ότι τις περισσότερες φορές ξεκινάει μ’ ένα «πολύ χάρηκα που σε είδα σήμερα». Προφανώς δεν το βλέπεις αμέσως, μην τυχόν και δώσεις δικαιώματα, ενώ κατά βάθος θέλεις να το δεις χθες. Εν συνεχεία απαντάς -στην αρχή διστακτικά- θυμάσαι ακόμη τις πληγές που άφησε η τελευταία φορά που είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Είσαι συναισθηματικά νηφάλιος, το ελέγχεις, σε όλη την επικοινωνία νιώθεις τρομερή αυτοπεποίθηση, λες πως δε θα επιτρέψεις να γίνεις ευάλωτος, όχι αυτή τη φορά. Έχεις πείσει τον εαυτό σου γι’ αυτό.

Ο χρόνος κυλάει με απίστευτους ρυθμούς, αναθαρρείς πως θα είναι αλλιώς από εδώ και πέρα, σου εξηγεί πάλι τον λόγο που έφυγε, δε σε νοιάζει όμως τώρα, θέλεις να το ζήσεις, έχεις τόσα να πεις που δε σκέφτεσαι το μετά. Κλείνετε με μια καληνύχτα υπόσχεσης το βράδυ, πέφτεις για ύπνο, φαντάζεσαι ξανά όλη την επικοινωνία, σκέφτεσαι πιθανές απαντήσεις που θα ήθελες να δώσεις, αλλά… δεν. Το πρωί της επόμενης, ξυπνάς με αστείρευτο κέφι, δε δίνεις σημασία της απουσίας, της πρωινής απουσίας· για έναν περίεργο λόγο είσαι σίγουρος ότι η επικοινωνία σας θα συνεχιστεί και το βράδυ.

Όντως επιβεβαιώνεσαι. Σου στέλνει να βρεθείτε, βρίσκεστε κι όταν είστε αγκαλιά σού λέει όλα αυτά που σκεφτόσουν τόσον καιρό. Σε γεμίζει με τόσες πληροφορίες αγάπης κι έρωτα που δεν μπορείς να το αντέξεις. Φεύγεις, κλείνεις την πόρτα, μα μόλις άνοιξες μιαν άλλη και μπήκες στο χρυσό κλουβί σου, όπου για μουσική έχει μια ατελείωτη σιωπή. Αυτή που είναι ικανή ν’ ακουστεί ακόμα και στο πιο απόκρυφο μέρος της γης. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε, λοιπόν.

Τώρα πια, είναι λες και δεν ειπώθηκαν ποτέ αυτά τα λόγια, λες και δεν έσμιξαν ποτέ τα κορμιά. Βυθίζεσαι μέσα σε μια δίνη μεταξύ ερωτηματικών κι απύθμενης απουσίας, σηκώνεσαι να πας στη δουλειά –βλέπεις δεν υπάρχει αναρρωτική λόγω έρωτος- προχωράς ασυναίσθητα σκεπτόμενος ένα γιατί: γιατί εξαφανίστηκε, γιατί εμφανίστηκε και, τέλος πάντων, γιατί υπάρχει πάντα αυτός ο κύκλος που δεν έκλεισε, που λέει κι η Νατάσα. Δεν είναι γκόστινγκ, καθώς γίνεται σε τακτική βάση. Λες και ξέρει ακριβώς τι νιώθεις -ίσως, να το γνωρίζει, ίσως να το κάνει επίτηδες- και με μαεστρία και τακτική σε βάζει σε διαδικασία να περάσεις ένα διάστημα μίσους με τον εαυτό σου, που δεν τον σεβάστηκες και παρασύρθηκες σε αυτόν τον τυφώνα. Ξανά.

Όμως ξέρεις πως δεν είναι έτσι. Με τσιγάρο, ή χωρίς, πρέπει να φύγεις, πρέπει να ελευθερωθείς, πρέπει να ζήσεις κάτι πιο ζωντανό. κάτι αμφίδρομο. Κλεισ’ το χάος αυτό μέσα σε ένα βαθύ κουτάκι, τοποθέτησέ το στο πιο ψηλό ράφι του χρονοντούλαπού σου κι όταν σου ξαναχτυπήσει την πόρτα, χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο στη μνήμη του. Όμως μην ενδώσεις, δεν αξίζει στην ψυχούλα σου, δε θέλεις άλλους σκάρτους έρωτες ή, αν μπορούμε να το θέσουμε καλύτερα, δε θέλεις τον συγκεκριμένο σκάρτο έρωτα, μέχρι να ζήσεις τον επόμενο. Θυμήσου ότι τα νιάτα μας είναι όντως διαδρομή Αθήνα – Σαλονίκη. Καλύτερα λοιπόν να την απολαύσεις με άλλη παρέα ή και μόνος, σίγουρα όχι μαζί του όμως.

Συντάκτης: Αμέλια Έβανς
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου