Τσαρλς Μπουκόφσκι. Η περιπλανώμενη ζωή, ο έρωτας κι η δύναμη μέσα στο χάος.

«Έχω μία από τις δύο επιλογές: Να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Επιλέγω να πεθάνω της πείνας».

Αυτοκαταστροφικός από τους λίγους, επέλεξε να γράφει για ψίχουλα μέχρι το θάνατό του κάνοντας τους φυσιολογικούς δισταγμούς να φαντάζουν απόλυτα περιττοί. Αποφάσισε με την ψυχή του χωρίς να το σκεφτεί πολύ, όπως άλλωστε έκανε κι όταν επέλεξε να περιπλανιέται άστοχα ως το τίμημα για να μη συμβιβαστεί με τίποτα.

Όπως κι ο ίδιος έλεγε, αν σπαταλάς όλη σου τη ζωή στο να προσπαθείς, τότε το μόνο που πράττεις είναι η προσπάθεια. Γι’ αυτό μην προσπαθείς ποτέ. Μέσα στη σκληρότητα που επέβαλε συνειδητά ο ίδιος στη ζωή του, τον αλκοολισμό και την αλητεία, φαίνονταν πάντα η ευαισθησία και η σιωπηρή του δύναμη να ζήσει μέσα απ’ το αδιέξοδο.

Την αγαπούσε τη ζωή του όπως κι αν ήταν. Γιατί στην ιδιόμορφη διαύγεια του μεθυσμένου του μυαλού μπορούσε να νιώθει ευτυχισμένος ακόμη και στο χάος. Η ζωή είναι περίεργη, έλεγε, καθώς τη ζεις μονάχα μία φορά και την πληρώνεις δέκα. Έχεις μονάχα μία ευκαιρία για να βρεις την ιδανική συνταγή, μα αν την πετύχεις μία φορά σου είναι αρκετή.

Πρέπει να γνωρίσεις τους λάθος ανθρώπους για να εκτιμήσεις τους σωστούς. Πρέπει να πληγωθείς και να πληγώσεις, να χάσεις το σκύλο και την πίτα, έλεγε, πιστεύοντας πως ήταν απαραίτητο να ζήσει με τον τρόπο που έζησε.

Γι’ αυτό και δεν προσπάθησε καθόλου να αλλάξει. Του αρκούσε που κατάφερνε με τον δικό του δυσνόητο τρόπο να καταλαγιάσει και να προσφέρει αλληλεγγύη σε όλα όσα πάλευαν μέσα του.

Και δεν ήταν ότι αποδέχτηκε την απόρριψη, την πείνα, την εξαθλίωση. Ήταν που για αυτόν, αυτό που μετρά είναι το πόσο καλά μπορείς να περπατήσεις μέσα στη φωτιά. Έμαθε να ζει μαζί μ’ αυτά και να λαμβάνει δύναμη μέσα από το μοναδικό μέσο που του παρεχόταν χωρίς κανένα κόστος. Το γράψιμο.

Γι’ αυτό και για καθετί θεωρητικά χαμένο έβρισκε δικαιολογία. Άνθρωποι ολοκληρωτικά κατεστραμμένοι είτε επειδή το επέλεξαν είτε επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή, άστεγοι κι ένα σωρό άγνωστοι και φανταστικοί χαρακτήρες που δεν περιμένουν και δε θέλουν να αναμένουν το αύριο, αποκτούσαν μια τρυφερότητα μέσα απ’ τα μάτια του.

Περίεργος, αντιφατικός, μοναδικά γοητευτικός. Αν κι ήταν τέτοιος σε όλα τα επίπεδα της ζωής του, η σχέση του με τον έρωτα είναι ακριβώς αυτές οι λέξεις. Κι ας του έχουν κολλήσει τη ρετσινιά του μισογύνη και του κυνικού, ο ίδιος δεν το αποδέχτηκε ποτέ. Είναι που τα είχε βρει καλά με τη μοναξιά του και δυσκολευόταν να μοιραστεί τη σιωπή του.

Κι όπως χαρακτηριστικά είχε αναφέρει «Δεν ήμουν μισάνθρωπος ούτε μισογύνης, αλλά μου άρεσε να είμαι μόνος μου. Ένιωθα ωραία να κάθομαι μόνος σε έναν μικρό χώρο, να καπνίζω και να πίνω. Ήμουν πάντα καλή παρέα για τον εαυτό μου.»

Γι’ αυτό κι όταν ερωτεύτηκε παράφορα, σαν γνήσιος ηδονιστής κατάφερε να ξεκλειδώσει όσα μόνος του έκρυψε. Το είχε πει άλλωστε πως πρέπει να βρεις έναν άνθρωπο για τον οποίο θα τα παρατούσες όλα και να αναγκαστείς να παρατήσεις την ιδέα του μαζί. Βρες αυτό που αγαπάς κι άστο να σε σκοτώσει. Γι’ αυτό και μόνο πώς να τον πεις μισογύνη;

Ήταν ένας αγιάτρευτος κλειστοφοβικός ρεαλιστής, όπως άλλωστε κι ο μεταξύ άλλων, αγαπημένος του Ντοστογιέφσκι. Γι’ αυτόν το βρώμικο ρεαλισμό του, τον θαύμαζαν πολλοί, μεταξύ άλλων κι ο Γάλλος συγγραφέας και σκηνοθέτης Ζαν Ζενέ κι ο Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός Ζαν –Πωλ Σαρτρ.

Ένας διαφορετικός, επικίνδυνος αλλά και καθ’ όλα ελκυστικός κόσμος. Για όλους εμάς από τον Τσαρλς Μπουκόφσκι.

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου