Όταν προσπαθώ να μιλήσω γι’ αυτόν τον άνθρωπο, πάντα κολλάω, ψελλίζω. Πόσο μάλλον όταν θέλω να γράψω γι’ αυτόν. Σίγουρα δε θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτήν. Μου είχε εξομολογηθεί ότι δεν ήθελε να κάνει παιδί, ότι δεν ήταν έτοιμη κι ότι αν ξαναγύριζε το χρόνο πίσω θα τα έκανε όλα αλλιώτικα. Θα με μεγάλωνε με διαφορετικό τρόπο. Εγώ θέλω όμως, να σου πω «σ’ ευχαριστώ» για τον τρόπο που με μεγάλωσες.

Σ’ ευχαριστώ που στα δύσκολα με βοηθάς να σηκωθώ. Σ’ ευχαριστώ που ποτέ δε μου χάιδεψες τ’ αυτιά, που με προσγείωνες και ταυτόχρονα μου θύμιζες τι αξίζω. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες να αγαπάω και να προσφέρω με ανιδιοτέλεια, αλλά και να απομακρύνομαι από αυτούς που δε με εκτιμάνε. Ξέρεις κάτι; Σ’ ευχαριστώ που ήσουν σκληρή. Πιστεύω ότι ήξερες πώς να είσαι μητέρα, πριν καν γίνεις.

Μαμά, μπορεί να μη σου μιλάω συχνά, ξέρεις γιατί; Γιατί εμείς μιλάμε με τα μάτια. Γιατί οτιδήποτε και να έχω είσαι ο πρώτος άνθρωπος που θέλω να μιλήσω. Όσο και να ακούγεται περίεργο, είσαι η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνάω κι η τελευταία πριν κοιμηθώ. Εσύ καθορίζεις τη διάθεσή μου, το ξέρεις; Αν δεν είμαι μαζί σου καλά, δεν μπορώ να είμαι με κανέναν. Δεν το αντέχω. Κι όταν έχω νεύρα, σ’ εσένα θα ξεσπάσω. Ναι, θα σου φωνάξω, θα πω βαριές κουβέντες, θα τσιρίξω, θα κοκκινίσω από τη σύγχυσή μου, αλλά ξέρω ότι την επόμενη ώρα θα μου πεις μια βλακεία, θα προσπαθείς να το παίξεις σοβαρή, αλλά θα λυθείς στα γέλια.

Πάντα όπου και να πάω, όσα παιδιά κι αν αποκτήσω, όσα εγγόνια κι αν έχω, όσο κι αν αγαπήσω τον άντρα μου, όσους φίλους και να έχω, στα δύσκολα σ’ εσένα θα γυρνώ. Όπως έκανα όταν ήμουν μικρή, θα χώνομαι στην αγκαλιά σου, θα κλαίω με αναφιλητά και θα σε αγκαλιάζω πιο σφιχτά. Όσες βλακείες και να κάνω, ξέρω ότι θα είσαι εκεί να με βρίσεις, να μου φωνάξεις λες και είμαι δέκα χρονών, να με συμβουλέψεις, να με βάλεις τιμωρία ακόμα και στα τριάντα μου. Γιατί μου ‘μαθες ότι η ζωή είναι σκληρή, αλλά πάντα θα έχω κάπου να γυρνάω. Ό,τι κι αν κάνω, όπου και να ‘μαι.

Στη δύσκολη ώρα η πρώτη λέξη που θα σκεφτώ είναι «μάνα». Θα έρθω να σε βρω και μόλις σε αντικρίσω θα κοιτάξω τα μάτια σου και θα ξεσπάσω. Θα καταλάβεις τι έχω πριν σου πω. Θα μου μιλήσεις, θα με ηρεμήσεις, θα με αγκαλιάσεις κι εγώ θα σου φωνάξω, θα διαφωνήσω, αλλά δε θα φύγω από την αγκαλιά σου. Ίσα ίσα θα κουρνιάζω ακόμα πιο σφιχτά και θα κλαίω πιο δυνατά. Δεν έχει σημασία η ηλικία, ακόμα και δική μου οικογένεια να κάνω, όσο μακριά κι αν φύγω, πάντα σε σένα θα γυρνάω στα χοντρά ζόρια. Θα τα παρατάω όλα για μια αγκαλιά σου. Κι αυτό το έχεις καταφέρει μόνη σου.

Γιατί είσαι αυτή που θέλει να σκοτώσει όποιον με κάνει να στενοχωριέμαι. Είσαι αυτή που όταν λείπω από το σπίτι δεν μπορεί να κοιμηθεί. Είσαι αυτή που με παίρνει τηλέφωνο να δει αν έφτασα, πού πάρκαρα, ακόμα κι αν πέρασα το δρόμο προσεκτικά. Είσαι αυτή που κάθε φορά που με αφήνεις στο αεροδρόμιο ή στο Κτελ κλαις, ακόμα κι αν λείψω τρεις μέρες. Γιατί μ’ αγαπάς χωρίς ανταλλάγματα, μου έδινες τα πάντα ακόμα κι όταν εγώ δεν μπορούσα να σου δώσω τίποτα.

Ξέρω ότι είμαι όλη σου η ζωή κι αυτό με τρομάζει πολλές φορές. Αλλά να σου πω κάτι; Κι εσύ είσαι η δική μου. Και κανένας και τίποτα δεν μπορεί ποτέ να μπει ανάμεσά μας.

 

Στη δική μου μαμά.

Συντάκτης: Άννα-Μαρία Μαρίνου