Κάποτε, είχαμε πει σε αυτήν εδώ τη στήλη, πως η πρώτη φορά που δυο άνθρωποι φιλιούνται μοιάζει με την υλοποίηση μιας συμφωνίας που έχουν ήδη κάνει μονάχα με τα μάτια. Η πρώτη φορά, όμως, που έρχονται κοντά σ3ξουαλικά; Εάν το φιλί είναι μια συμφωνία, μήπως ο έρωτας μεταξύ τους, μοιάζει με την επισφράγισή της; Ταυτόχρονα, αναρωτιέμαι, πώς φτάνει κανείς μέχρι εκεί; Πώς καταλαβαίνει κανείς ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνει την επόμενη κίνηση για να μην πιέσει ή ενοχλήσει; Πότε μπορεί να πει με απόλυτη σιγουριά πως τώρα είναι η στιγμή;

Χαλαρή η κατάσταση που επικρατεί γύρω σας, ίσως κι ακατάστατο το δωμάτιο, με την τηλεόραση να παίζει στο mute και την κουρτίνα που προσπαθεί σαν άγκυρα να καταπιαστεί από κάπου- αφού έμεινε το παράθυρο ανοιχτό. Κάποιο κερί αναμμένο με το μόνο που αφήνει να ακούγεται να είναι αυτή η φλόγα του που όσο λιώνει, λιώνετε κι εσείς μαζί της. Προσπαθεί κι αυτό να διατηρήσει την ύπαρξή του, λες κι ο αέρας ορκίστηκε να το σβήσει απόψε.

Το ένα φιλί μετά το άλλο, αρχικά στα χείλη, καταλήγοντας στον λαιμό. Τα αγγίγματα απαλά, στην αρχή δειλά και μετά πιο ζωηρά σε κάνουν κι αναρωτιέσαι: «Σταματώ εδώ ή έχω την άδεια να προχωρήσω;» Από τη μια βέβαια, σκέφτεσαι πως ο τρόπος που σε αγγίζει ο άλλος φωνάζει -σχεδόν παρακαλεί- να του κάνεις όλα αυτά που θες και θέλει, σαν με τον τρόπο του να σε προκαλεί γι’ αυτά. Από την άλλη, όμως, σκέφτεσαι μήπως είναι ιδέα σου, μήπως πιέσεις το άλλο άτομο επιχειρώντας να πας τα πράγματα παρακάτω. Σε αυτό το σημείο, δεν υπάρχει στο μυαλό σου χειρότερο σενάριο από το να κατάλαβες λάθος και χωρίς να το θέλεις, να βρεθείς σε μια κατάσταση δύσκολη και για σένα αλλά και τον άλλον. Δε θέλεις με τίποτα να νομίζει πως δε σέβεσαι τα όρια και τις επιθυμίες τ@.

Κι όσο αναρωτιέσαι και γεμίζεις το μυαλό σου παραθυράκια, τόσο σε γδύνει με τα μάτια και σε φιλάει παντού. «Θα βρισκόσασταν μέχρι αυτό το σημείο εάν δεν ένιωθε το ίδιο;», σκέφτεσαι, μα απάντηση δεν μπορείς να δόσεις. Κι όλα αυτά τα ερωτικά μηνύματα που ανταλλάξατε; Εάν δεν ένιωθε το άλλο πρόσωπο άνετα, δε θα το έφτανε μέχρι εκεί, θα το έκοβε κι ας ήταν από μήνυμα. Κι από την άλλη, πάλι, τι μπορεί να πει κανείς γι’ αυτό το ένστικτο; Είναι λες κι ενώ έχεις τον άλλο απέναντί σου –ή δίπλα ή πάνω σου- και χωρίς να βγάλει λέξη εσύ το νιώθεις, είσαι σίγουρος, το βλέπεις, το αισθάνεσαι, το καταλαβαίνεις. Όλες οι αισθήσεις σου χορεύουν με τις αισθήσεις του άλλου. Οι κινήσεις του σώματος, ο τρόπος που σε κοιτάει, τα χείλη που δεν μπορεί παρά να τα δαγκώνει, τα προδίδουν όλα. Μοιάζει με ένα ανοιχτό βιβλίο απέναντί σου, που περιμένει να χαϊδέψεις με τις άκριες των χεριών σου κάθε σελίδα.

Τέλος ο μονόλογος μέσα στο κεφάλι σου. Συνειδητοποιείς πως το άλλο πρόσωπο πρόλαβε και έκανε την κίνηση. Για την οποία κίνηση, εδώ που τα λέμε, ήξερες πως θέλει, όσο κι εσύ. Είδες όμως το ένστικτο; Ποτέ δεν πέφτει έξω. Μοιάζει λες κι ενώ ξέρατε καλά πως κι ο άλλος γουστάρει, δεν ξέρατε πόσο πολύ γουστάρει. Μα, σε αυτά τα πράγματα, βλέπεις, πάντα μέσα σου ξέρεις.

ΥΓ.:  Έσβησε κι η φλόγα από το κερί, όπως το υποσχέθηκε ο αέρας. Άναψαν όμως τα σώματά σας. Και η κουρτίνα, βρήκε κι αυτή από πού να πιαστεί.

Συντάκτης: Όλγα Οσιπίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου