Είμαι, είσαι, είμαστε γενιά Χ.

Ως γενιά Χ, μία και μόνο φράση σημάδεψε την παιδική μας ηλικία, και θα μας συνοδεύει ως τα βαθιά γεράματα, που θα πίνουμε καφέ στο μπαλκόνι γκρινιάζοντας για τον προστάτη μας και θα βλέπουμε Αυτιά:

«Σήκω από το playstation, θα μουχλιάσεις!»

Από τότε που το πρώτο Playstation έσκασε στα σπίτια μας, η μητρική πολιτική πήρε ξαφνικά μια απότομη στροφή, από το «τα παιδιά είναι όλη μέρα έξω» στο «τα παιδιά είναι όλη μέρα μέσα». Η ζωή του εφήβου των 90s θα φάνταζε Νάρνια στα μάτια των παιδιών το ’60 και το ’70 – το μαγικό βασίλειο, όπου τα στρατιωτάκια είναι ρεαλιστικά, κι οι μαμάδες παρακαλούν τους γιους τους να βγουν για μπάλα.

Για κοντά δυο δεκαετίες, ακούγονται οι ίδιες ενστάσεις από τους γηραιότερους, χωρίς καμιά προσπάθεια για πρωτοτυπία ή συζήτηση. «Δεν είναι ότι δεν μας αρέσει το παιχνίδι», αλλά ότι «τα παιδιά αποξενώνονται», «κλείνονται στο σπίτι», και «δεν ζουν την παιδική τους ηλικία».

Λοιπόν, οικογένειά μου, κι οικογένεια όλων των εν ζωή ατόμων κάτω των 30, γι’ αρχή, το παιχνίδι μας και το παιχνίδι σας διαφέρουν στη μορφή, όχι στη σκοπιμότητα. Το παιδικό παιχνίδι έχει κατ’ αρχήν στόχο τον υγιή ανταγωνισμό, την ψυχαγωγία και την έκφραση της δημιουργικότητας και της φαντασίας. Η γενιά σας έβγαζε φάλτσο και κατρακυλούσε ρόδες, η γενιά μας έφτιαχνε dream teams στο NBA live και καθάριζε το Skyrim. Όπως η μπάλα και τα τσέρκια ήταν ο ευκολότερος τρόπος ψυχαγωγίας για εσάς, αναλόγως ένα videogame για εμάς ήταν άμεσα διαθέσιμο, συνήθως δωρεάν (η πειρατεία ξαναζωντανεύει την τσέπη) και, σε κάθε περίπτωση, ευκαιρία για κοινωνικοποίηση.

Οι περισσότερες αντροπαρέες έχουν φτιαχτεί γύρω από μια κονσόλα. Και κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό, μιας κι η δράση στην οθόνη είναι κατά κανόνα ασφαλής, παρέχοντας παράλληλα έντονη συναισθηματική εμπλοκή, που συνθέτει αξιομνημόνευτες εμπειρίες. Στο Playstation, μπορούμε να πλακωθούμε στο ξύλο, να παίξουμε παιχνίδια πρωταθλήματος και να σκοτώσουμε δράκους, χωρίς να κινδυνεύσουμε ή να ρισκάρουμε κάτι υπαρκτό, του οποίου η απώλεια θα μας κόστιζε. Κάπως έτσι στήνεται συναισθηματικό δέσιμο, χωρίς το ρίσκο της απώλειας πραγματικών αντικειμένων.

Ο λόγος που οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να κατανοήσουν το δέσιμο του Pro και του Fifa είναι γιατί δεν μπορούν να ταυτιστούν με την εμπειρία. Παρ’ όλα αυτά, κι αυτοί ακόμα δεν μπορούν ν’ αρνηθούν πως οι νέοι σήμερα προτιμούν, σε πολλές περιπτώσεις, την ψηφιακή διασκέδαση. Οι κονσόλες εξελίσσονται, οι δυνατότητές τους πολλαπλασιάζονται. Πλέον, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει το joystic για ν’ ακούσει μουσική, να σερφάρει, ή απλώς να σφάξει ζόμπι Ναζί αξιωματικών.

Σε κάθε περίπτωση όμως η κονσόλα δεν αποξενώνει. Ίσα-ίσα, φέρνει τις παρέες πιο κοντά, χαρίζει κοινές εμπειρίες στο συναισθηματικό μάξιμουμ και το οικονομικό μίνιμουμ. Οι αντιδράσεις των παππούδων είναι φυσιολογικές, η διασκέδαση έχει μεταμορφωθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Το γεγονός όμως ότι δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν ή να συγχρονιστούν με κάποια πράγματα, δε σημαίνει πως κι αυτά πρέπει να εξοριστούν από την κοινωνία. Αν ίσχυε αυτό, θα έπρεπε να ζούμε χωρίς υπολογιστές, κινητά και Παπακαλιάτη (δεν ξέρω αν είναι τόσο κακό αυτό το τελευταίο).

Το Playstation είναι ζωντανό στη γενιά μας, και θα είναι για καιρό ακόμα. Προσφέρει κοινωνικοποίηση και ψυχαγωγία, εύκολα, οικονομικά και με ασφάλεια.

Κι αν έχεις αντίρρηση, το λύνουμε με μονομαχία – παίρνω Sub Zero, παίρνεις Liu Kang, στα τρία ματσάκια.

 

Συντάκτης: Γιώργος Γραμματόπουλος