Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας γευόμαστε διαφορές απογοητεύσεις  απ’ τη δουλειά μας, από φίλους, από γκόμενους  ή ακόμα και απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό μας, περνάμε από διαφορές φάσεις , τρώμε φρίκες, κλεινόμαστε στον εαυτό μας, αναθεωρούμε καταστάσεις, πρόσωπα, αναπρογραμματίζουμε τη ζωή μας, βάζουμε καινούργιους στόχους -γενικά, εμείς οι άνθρωποι δε μένουμε ποτέ στάσιμοι.

Έτσι, λοιπόν, στις διαφορές φάσεις, στις διαφορές καταστάσεις που βιώνουμε πολλές φορές,  στη διαδρομή χάνουμε τον εαυτό μας, χάνουμε το εγώ μας, φθειρόμαστε, παρασυρόμαστε, δείχνουμε ότι οι άλλοι ζητάνε από εμάς και κάποια στιγμή  συνειδητοποιείς ότι έχεις πάλι ανάγκη να ξαναβρείς τον εαυτό σου, να αφεθείς  για λίγο ελεύθερος όπως παλιά, να πιεις, να γελάσεις όπως έκανες, να μη δείξεις κάτι άλλο, να είσαι απλά εσύ. Τότε είναι εκεί η παλιά η γειτονιά, οι φίλοι και πολύ ποτό για να γίνουν όλα καλύτερα.

Στην παλιά την γειτονιά, εκεί που μεγάλωσες, εκεί που έκανες το πρώτο σου τσιγάρο, εκεί που ερωτεύτηκες για πρώτη φορά, εκεί που έγινες χάλια απ’ το ποτό στα μέρη σου, εκεί που κάθε γωνία την ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα, εκεί που χειμώνα-καλοκαίρι  ήσουν έξω με τους φίλους και τα πίνατε μέχρι το πρωί και πεθαίνατε από τα γέλια. Μια τέτοια νύχτα όπου είσαι με τους φίλους, είσαι χαλαρός και τα πίνεις, χωρίς τίποτα να σε απασχολεί, κάνοντας βλακείες, πίνοντας μέχρι να την ακούσεις και δεν έχεις πρόβλημα αν θα ξεφτιλιστείς  γιατί είσαι με τους δικούς σου κι έχετε ξαναπεράσει τέτοια σκηνικά άπειρες φορές.

Τη στιγμή που είσαι χάλια συναισθηματικά, ψυχολογικά που κουράστηκες άλλο να σκέφτεσαι, να προσπαθείς να είσαι όπως σε θέλουν οι άλλοι, που και στη δουλεά σε πιέζουν για περισσότερα, τα ερωτικά  πάνε από το κακό στο χειρότερο και χρειάζεσαι ένα διάλειμμα από όλα αυτά, χρειάζεσαι να μιλήσεις σε δικούς σου ανθρώπους  και παίρνεις τηλέφωνο τον κολλητό και σου λέει ότι είναι στην πλατεία και τα πίνουν με τα παιδιά, φεύγεις  να πας εκεί όλο χαρά. Είναι σαν μην πέρασε μια μέρα, μπορεί να χαθήκατε, να αλλάξατε, αλλά όταν συναντιέστε  και κάνατε όπως τότε που ήσασταν πιτσιρίκια.

Φίλοι, ποτό κι εσύ, ο πραγματικός εσύ, ο συνδυασμός για να έχεις μια απ’ τις καλύτερες νύχτες. Ξέγνοιαστος και με κλειστό τηλέφωνο εκεί που μεγάλωσες, με φόρμα και μια μπίρα στο χέρι στην πλατεία να κοιτάς  τα αστέρια και να συζητάς με τους καλύτερούς φίλους σου κι όλα να περνάνε κι εσύ όπως όταν ήσουν μικρός να μη σε νοιάζει τίποτα. Να βρίσκεις πάλι τον εαυτό σου κι είσαι τόσο ελεύθερος όσο ψάχνεις να είσαι μέσα στον κόσμο που δε σε αφήνει λεπτό και συνεχεία ζητάει πιο πολλά από σένα, αλλά σε εκείνη τη γειτονιά θα γυρνάς πάλι που κανείς δε θα σε κρίνει για το πώς είσαι με εκείνους τους φίλους που είναι κάτι παραπάνω από αδέρφια σου και με ποτό να περνάνε όλα κι εσείς να συνεχίζετε να είστε μαζί.

Η ζωή τρέχει τόσο γρήγορα που δεν την προλαβαίνουμε, έτσι κάπου χανόμαστε κι εμείς κι αλλάζουμε όσο αγαπήσαμε πιο πολύ, αφήνουμε τις συνήθειές μας και τους δικούς μας  με τον καιρό, αλλά όταν γυρνάμε πίσω στην αφετηρία, από  εκεί που ξεκινήσαμε  καταφέρνουμε να σηκωθούμε πάλι στα πόδια μας, να αντιμετωπίσουμε τα πάντα.

Γιατί κάτι τέτοιες νύχτες είναι αυτές που σου δίνουν ώθηση να προχωρήσεις, να γίνεις πάλι εσύ, να πάρεις δυνάμεις να συνεχίσεις  ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή σου γιατί εκείνη η γειτονιά, εκείνοι οι φίλοι είναι αυτοί που θα είναι εκεί στα δύσκολα, που θα σε στηρίξουν, θα σε βοηθήσουν, εκεί που όλοι οι άλλοι δεν έχουν χρόνο για σένα. Αυτοί θα είναι εκεί, στα αυτά στα στενά που μεγαλώσατε, εκεί που κάθε σκέψη φεύγει και κάθε φαίνεσθαι αφήνεται πίσω.

 

Συντάκτης: Άννα Τζαβίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη