Σαν σήμερα ένα χρόνο πριν, θυμάσαι τι έγινε; Ήταν τότε που εγώ ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη σαν την τρελή με την πρώτη πτήση να έρθω να σε βρω να μιλήσουμε. Είχα τόσο καιρό να σε δω και μου είχες λείψει τόσο πολύ. Είχα σχεδόν ξεχάσει την όψη σου, πήγαινε καιρός απ’ την τελευταία φορά που σε είδα κι όμως τότε που ανέβηκα δεν πίστευα ότι θα ήταν η τελευταία  φορά που θα σε έβλεπα, που θα σε άγγιζα. Θυμάσαι ποσό αναστατωμένη ήμουν;

Ήρθα κάτω απ’ το σπίτι σου και σε περίμενα. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μπορούσα να συγκρατηθώ, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. Κι όταν σε είδα απ’ τη γωνία τα ξέχασα όλα, ούτε καν ήξερα γιατί είχα έρθει εδώ. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, σαν την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Κοίταξα τα μάτια σου και κόμπλαρα, δεν μπορούσα να διαχειριστώ αυτό που συνέβαινε μέσα μου, κι οργή κι έρωτας μαζί.

Απ’ τη μία ήθελα τόσο πολύ να σου βάλω τις φωνές, να αρχίζω να λέω όλα αυτά που τόσο καιρό με πνιγούν κι απ’ την άλλη ήθελα τόσο πολύ να σε φιλήσω, να χωθώ μέσα στην αγκαλιά σου και να μη φύγω από εκεί. Όμως προτίμησα την πρώτη επιλογή, βλέπεις, έχουμε και μια αξιοπρέπεια, έναν εγωισμό.

Κι έτσι άρχισα να σου φωνάζω, να χάνω τον έλεγχο κι ούτε ήξερα τι έλεγα, τα λόγια έβγαιναν μονά τους  σαν χείμαρρος, εγώ δεν μπορούσα να βάλω μια τελεία κι εσύ να με κοιτάς και να προσπαθείς να με ηρεμήσεις. Αλλά όχι εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, εκεί να ουρλιάζω και να σε ενοχοποιώ για κάθε λάθος της σχέσης, για καθετί που εδώ και μέρες με φούντωνε αλλά δε μιλούσα.

Ήξερα ότι ήταν το τέλος μας, κι εσύ το ήξερες, δεν μπόρεσα να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου κατάματα. Να αναμετρηθώ με τους φόβους και με τις ανασφάλειές μου. Ήθελα να είσαι δικός μου και να είμαι δίκια σου. Πώς το κάνεις αυτό, όμως, όταν είσαι σε τέτοια απόσταση απ’ τον άλλον; Δε σε εμπιστεύτηκα και δε σου έδωσα καν την ευκαιρία να μου αποδείξεις εάν τελικά είχα δίκιο ή όχι, δε με ένοιαζε αυτό.

Έχασα την μπάλα μονή μου και δεν μπορούσα πλέον να γυρίσω πίσω και να το παίξω καλά. Δεν ήμουν καλά και δε θα ήμουν καλά ό,τι κι αν γινόταν. Τι κρίμα που η απόσταση μας κέρδισε και δε θα άλλαζε αυτό. Έτσι μόλις τέλειωσα τον τεράστιο μονόλογο που είχα ετοιμάσει εδώ και μέρες να σου πω, σήκωσες το βλέμμα που τόση ώρα κοιτούσε το πάτωμα και μου είπες ότι μπορούμε να βρούμε μια λύση, ότι θα τα καταφέρναμε κι ότι η απόσταση δεν ήταν εμπόδιο. Προσπάθησες να σώσεις ό,τι μπορείς, αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα πια.

Ξέρεις, ακόμα σκέφτομαι εκείνη τη μέρα κι ακόμα αναρωτιέμαι γιατί δεν έδωσα μια δεύτερη ευκαιρία, γιατί δεν το πάλεψα πάλι, αφού το ήθελα τόσο πολύ. Δεν ήταν ότι δε σ’αγαπούσα, ότι δεν ήμουν ακόμα ερωτευμένη μαζί σου. Ήταν απλά ότι δεν μπορούσε να αντέξει το «μαζί» μας με τόσα χιλιόμετρα ανάμεσά μας. Δε γινόταν να είσαι εδώ όποτε είχα μια κακή ημέρα, δεν ξυπνούσαμε μαζί, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τις τρέλες που κάναμε παλιά, δε γινόταν να βλέπαμε έστω μια ταινία αγκαλιά όταν γυρνάγαμε απ’ τη δουλειά. Θα έπρεπε να μιλάμε το βράδυ που θα είχαμε κι οι δυο ελεύθερο χρόνο και να σε βλέπω μία φορά το μηνά. Δεν μπορούσα να κοιτώ τα μάτια σου και να τυλίγομαι πάνω σου. Τι κρίμα που η απόσταση μας νίκησε.

Μετά από έναν χρόνο, πια βλέπω πως ο θυμός δε με άφησε να δω καθαρά, πως δε με άφησε να προσπαθήσω πάλι και ναι, αν με ρωτάς, το μετανιώνω και το σκέφτομαι συχνά. Γιατί ήξερα ότι πιο πολύ οι δικές μου ανασφάλειες και τα δικά μου κόμπλεξ οδήγησαν στο χωρισμό μας.

Ξέρω όμως σίγουρα ότι αυτό που είχαμε δεν το χαλάσαμε με χαζές σκηνές  ζηλοτυπίας, γκρίνιες και τεράστιους τσακωμούς στο τηλέφωνο. Φρόντισα από μας να μείνει το καλύτερο κομμάτι. Ξέρω, πήρα μονή μου την απόφαση και δε με ένοιαξε τι θα πεις. Ελπίζω μόνο μέσα στο χρόνο να με κατάλαβες.

Συντάκτης: Άννα Τζαβίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη