Λόγια σοφά, έξυπνα, αγάπης, πόνου και λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν ποτέ. Αυτά τα τελευταία είναι εκείνα που φεύγουν άξαφνα από το στόμα μας και γίνονται μετανάστες. Επιβιβάζονται στο πρώτο βαγόνι, που έχει το όνομα κάποιου αγαπημένου μας προσώπου με πορεία, χωρίς επιστροφή.

Κάνουν θόρυβο αυτές οι λέξεις. Δεν έχουν μπέσα. Είναι αναιδείς και θρασείς. Σκάνε ξαφνικά στα αυτιά των αγαπημένων μας και τους συγκλονίζουν. Αυτές οι άτιμες είναι υπαίτιες που χαλάνε φιλίες ετών, σχέσεις που ορκίστηκαν σε «αιώνια μαζί», οικογενειακοί δεσμοί σφιχτά δεμένοι.

Όλα για εκείνες τις παλιολέξεις, που δε μας κάνουν τη χάρη να βγάλουν το σκασμό όταν πρέπει. Τις πνίγουν τα συναισθήματα θυμού κι εκείνες προκειμένου να σωθούν από τα βαθιά νερά τους, βγαίνουν στην επιφάνεια, εμφανώς λαχανιασμένες και λένε όσα ούτε εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύουμε.

Να τα φοβάστε τα λόγια. Να τα φοβάστε γιατί είναι ύπουλα. Όχι, μόνο τα καλά που τελικά αποδεικνύονται ψεύτικα, αλλά και εκείνα τα άλλα τα τσαντισμένα. Εκείνα που δεν έχουν στεγανά, εκείνα που μανιασμένα ξεπηδούν από μέσα μας την πιο ακατάλληλη ώρα. Εκείνα που ξαφνιάζουν εμάς τους ίδιους που τα έχουμε πει κι ύστερα δε φτάνουν οι συγγνώμες για να τα μαζέψουν. Τι και εάν έχουμε μετανιώσει την ίδια στιγμή που τα έχουμε ακούσει να λέγονται με τη φωνή μας, δεν μπορούμε να τα πάρουμε πίσω.

Όμως όταν το ίδιο στόμα που σε πλήγωσε με τα λόγια του, σου ζητάει συγχώρεση, δε φτάνουν όλοι οι όρκοι του κόσμου για να το πιστέψεις.

Βρίσκονται οι άνθρωποι νύχτες ολόκληρες με μίσος να σπρώχνουν τις πληγές τους, με λόγια που για καιρό ήταν κλεισμένα στις αποθήκες του υποσυνειδήτου και τώρα βγαίνουν έξω και μυρίζουν ναφθαλίνη. Απλά και χωρίς περιστροφές, χάνονται οι άνθρωποι με μυρωδιές ναφθαλίνης και τακτοποιημένα αλφαβητικά σύμβολα, που δεν έπρεπε απλά ποτέ να μπουν σε αυτή τη σειρά.

Δεν είμαστε καθόλου προσεκτικοί, οι άνθρωποι. Μας καταβάλει ο θυμός και διαλύουμε τα πάντα. Ανοίγουμε το στόμα μας και λέμε λέξεις ξένων σε ανθρώπους δικούς μας, ρίχνοντας βόμβα στους δεσμούς μας.

Σε μια στιγμή, σε εκείνη τη στιγμή που δε χωράει στο χρόνο και τον παγώνει. Στη στιγμή που εμείς πληγώνουμε και οι άλλοι αποχωρούν. Εκείνη τη στιγμή που αναρωτιόμαστε εκείνο το μεγάλο «τι είπα;». Τότε που εκείνη η γαμημένη όψη του μετανιωμένου εμφανίζεται στο πρόσωπό μας.

Ο φόβος των όσων ακούσαμε από τον ίδιο μας τον εαυτό και εκείνη η στιγμή θα μας κυνηγάει για χρόνια. Για χρόνια γιατί οι ενοχές είναι μεγαλύτερες όταν έχεις μετανιώσει. Όταν θυμόμαστε εκείνες τις κουβέντες «πάνω στο θυμό σου», που σήμερα δεν μπορούμε να διορθώσουμε.

Το χειρότερο, όμως, δεν είναι ούτε οι αναμνήσεις, ούτε η κατάρα εκείνης της μια στιγμής που πάτησε το στοπ στο πέρασμά της. Το χειρότερο είναι όταν αρχίζουν να ξεσκαλίζονται οι δεύτερες σκέψεις. Όταν τα ερωτηματικά μας φουντώνουν και μας ψιθυρίζουν ότι όσα είπαμε ίσως να ήταν όσα για καιρό κρύβαμε μέσα μας.

Τελικά ίσως να μην υπάρχουν λόγια θυμού. Ίσως να μην υπάρχουν λόγια που μετανιώνουμε. Ίσως απλά να φοβόμαστε να συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια που για καιρό κρατάμε σαν μεγάλο μυστικό.

Μπλεκόμαστε στις ίδιες μας τις σκέψεις και δεν είναι αυτά που είπαμε ο λόγος που μετανιώνουμε, αλλά το κατά πόσο είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε. Να πούμε στον απέναντί μας αυτά που μας ενοχλούν από καιρό. Να φωνάξουμε, να βρίσουμε, εάν είναι να είμαστε ειλικρινείς. Να μιλήσουμε για αυτά που μας λείπουν και δε μας δίνουν αυτοί που τα ζητάμε.

Να πούμε δύο κουβέντες αληθινές και ας είναι του θυμού, αρκεί να πούμε. Άλλωστε με τα λόγια ίσως μπορούμε να ξεφύγουμε, ακόμη και εάν τα χαρακτηρίσουμε μετανιωμένα, από τη σιωπή, όμως, ποτέ.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πέννυς Πηττά: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά