Είχες ακούσει πως κάθε χωρισμός είναι μια απώλεια, κανείς όμως δεν είπε πόσο θα κρατήσει το πένθος της. Απόδειξη τα βράδια που είστε μακριά. Οι φίλοι σε τραβάνε απ’ το ένα μπαρ στο άλλο. Κολλάς ένα χαμόγελο στα χείλη για να ξεγελάσεις εκείνους και τον εαυτό σου πως είσαι καλά. Κάθε βράδυ όμως δίνεις τον ίδιο αγώνα. Μια μάχη γιγαντώνεται μέσα σου και δεν ξέρεις πώς θα καταλήξει.

«Θα ξεχαστείς», σου λένε, «θα νιώσεις καλύτερα». Κάθε φορά που ακούς αυτές τις φράσεις, το κενό μέσα σου μεγαλώνει τόσο που νιώθεις ότι σε λίγο θα πέσεις μέσα. Ένα κενό που δεν ήξερες καν ότι υπήρχε και το ανακάλυψες τη μέρα που μπήκε στη ζωή σου αυτός ο άνθρωπος για να στο καλύψει. Δε σκέφτηκες ποτέ όμως τι θα γίνει όταν φύγει, μέχρι που τελικά έφυγε.

Από τότε πριν από κάθε έξοδο ακολουθεί η ίδια διαδικασία. Βγάζεις έναν λόγο στον εαυτό σου, σαν πολιτικός που θέλει να πείσει τα πλήθη λίγο πριν τις εκλογές. Ένας λόγος γεμάτος υποσχέσεις πως θα είναι όλα καλύτερα. Έτσι ξεκινάει η βραδιά, με εσένα να ψάχνεις τρόπους να καλύψεις ένα κενό, γεμίζοντάς το με ποτά κι άνοστους ανθρώπους. Ναι, άνοστους, γιατί τίποτα δε σε γεμίζει κι ό,τι καινούριο σου πασάρουν σε ξενερώνει.

Προτιμάς να κάτσεις στη γωνιά σου να χορεύεις διακριτικά, ίσα για να παραστήσεις πως περνάς καλά. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσουν να σε πλησιάσουν, είσαι αλλού. Έχεις χαθεί σε έναν ωκεανό σκέψεων κι απ’ το βάθος ακούς το τραγούδι σας να παίζει δυνατά. Αμέσως σκάει μια εικόνα που νόμιζες ξεχασμένη, οι δυο σας να χορεύετε αγκαλιά. Σε κοιτά στα μάτια και σου δίνει υποσχέσεις.

Καθώς περνάει η ώρα, άθελά σου δημιουργείς ένα κοκτέιλ γεμάτο αναμνήσεις, αλκοόλ και σκέψεις. Όλα μαζί προκαλούν μια έκρηξη συναισθημάτων κι αγανάκτησης. Όλα μέσα σου φωνάζουν «πού είσαι;». Τους σκανάρεις όλους έναν-έναν κι ελπίζεις κάπου να βρεις εκείνο το πρόσωπο. Όχι, δε θα δακρύσεις πάλι. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να σε κοιτάνε όλοι περίεργα και (μεταξύ μας) αυτό αντέχεται. Όταν όμως σε πλησιάσουν οι φίλοι σου για να σε ηρεμήσουν ένα παράπονο θα ξεπηδήσει από μέσα σου και μαζί του κι ο χείμαρρος. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα να συνέλθεις κι η βραδιά κυλά μηχανικά, ζαλισμένα, μουδιασμένα.

Έφτασε η ώρα να γυρίσεις σπίτι κι ακόμα ελπίζεις, σίγουρα είναι κάπου εκεί, το νιώθεις. Η σημερινή νύχτα θα κάνει τα μαγικά της και θα βρεθεί μπροστά σου. Ίσως είναι έξω απ’ το σπίτι σου, ίσως σε έψαχνε όλο το βράδυ κι ίσως να έκανε κάτι που εσύ δεν είχες τα κότσια να κάνεις, να έρθει να σε βρει. Δεν είναι όμως εκεί. Κλείνεις την πόρτα κι η ζεστασιά του σπιτιού σε υποδέχονται. Ξεπηδάνε ένα-ένα τα συναισθήματα απογοήτευσης και ξενέρας. Δε συναντηθήκατε πάλι απόψε, όπως ήλπιζες. Έψαχνες όμως, φώναζε όλο σου το «είναι» και περίμενες κάπως να το νιώσει.

Κατέληξες τώρα στον καναπέ, κάθεσαι, χαζεύεις μία τον τοίχο και μία το κινητό. Κόντρα στην ηρεμία του σπιτιού το μυαλό τρέχει σαν τρελό. Δεν αντέχεις να κοιμηθείς άλλο ένα βράδυ έτσι. Παίρνεις το κινητό να κάνεις ό,τι δεν τόλμησες όλο το βράδυ. Ξεκινάς να γράφεις μανιωδώς όλα όσα ένιωσες απόψε, πόσο σου έλειψε κι ό,τι άλλο παλεύει να βγει από μέσα σου. Τότε θα σκάσει ένα μήνυμα απ’ το φιλαράκι «Μη στείλεις απόψε, πέσε κοιμήσου». Έχει δίκιο, δεν είναι ώρα για μηνύματα.

Παρατάς το κινητό και ξαπλώνεις. Μετά από όλη αυτή την έκρηξη, όλα μέσα σου δια μαγείας έχουν καταλαγιάσει. Σε παρασύρει η ηρεμία του δωματίου κι ίσως η ζάλη του ποτού και τα φώτα της πόλης που σε κοιτάνε απ’ το παράθυρο. Μέσα σου όλα τα αρνητικά συναισθήματα έδωσαν τη θέση τους στην ηρεμία και την ελπίδα.

«Όλα θα πάρουν το δρόμο τους, όλα θα πάνε καλά», σκέφτεσαι και το φως του φεγγαριού σε νανουρίζει. Τα μάτια σου κλείνουν και ψιθυρίζεις:

«Ακόμα πιστεύεις πως περνάω καλά τα βράδια μακριά σου;».

Συντάκτης: Μαρία Λιμαντζάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη