Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά το κλάμα είναι γιατρικό. Ο οργανισμός μας αποβάλει τα αρνητικά συναισθήματα θλίψης, πόνου ή θυμού και έτσι επανερχόμαστε σε μια ισορροπία. Σύμφωνα και με επιστημονική έρευνα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, όταν κλαίμε απελευθερώνονται ορμόνες όπως ωκυτοκίνη κι ενδορφίνες, που μας δημιουργούν συναισθήματα χαράς και ηρεμίας και συμβάλουν στην ανακούφιση από σωματικούς και συναισθηματικούς πόνους, μειώνοντας τις ορμόνες του στρες.

Το κλάμα έρχεται αυθόρμητα, άλλοτε σε στιγμές ευτυχίας, άλλοτε σε στιγμές στεναχώριας ή όταν το άγχος ή ο φόβος για κάτι μας κατακλύζει. Άλλοι κλαίνε γοερά, κι άλλοι αθόρυβα, άλλοι κλαίνε για το τίποτα, κι άλλοι δεν κλαίνε καθόλου, ποτέ. Μα, υπερβολές, θα μου πείτε. Υπάρχουν όντως άνθρωποι που δεν κλαίνε; Ναι, υπάρχουν και γι’ αυτό υπάρχει επιστημονική εξήγηση.

Όπως αναλύει και η Dr. Lauren Bylsma, επίκουρη καθηγήτρια ψυχιατρικής και ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπεργκ, η αδυναμία κάποιου να κλάψει μπορεί να προέρχεται από παθολογικά αίτια, όπως χρόνιες ασθένειες ή να είναι απόρροια κάποιας φαρμακευτικής αγωγής. Μια τέτοια διαταραχή είναι η ξηροφθαλμία ή αλλιώς σύνδρομο Sjorgen, που είναι αυτοάνοσο και προσβάλλει τους δακρυϊκούς και σιελογόνους αδένες, προκαλώντας ξηροφθαλμία ή/ και ξηροστομία. Έτσι, λοιπόν οι πάσχοντες αδυνατούν να κλάψουν. Επιπλέον, όπως επισημαίνει και η ειδικός, φάρμακα που έχουν σχέση με την κατάθλιψη ή τις ψυχικές νόσους γενικότερα, όπως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs), μπορεί να έχουν σοβαρές σωματικές αλλά και συναισθηματικές παρενέργειες, που αποτρέπουν το κλάμα.

Βέβαια, εκτός από παθολογικά αίτια, υπάρχουν και τα ψυχολογικά, που υπερτερούν των πρώτων. Η λανθασμένη αντίληψη πως είναι κακό να εξωτερικεύουμε τα συναισθήματα και πως το κλάμα είναι δείγμα αδυναμίας, εμποδίζει πολλούς ανθρώπους από τα να βιώσουν μια εντελώς ανθρώπινη στιγμή. Όπως μας εξηγεί η Dr. Bylsma, τέτοιες αντιλήψεις και συμπεριφορές καλλιεργούνται από την παιδική ηλικία, όταν μεγαλώνουμε σε περιβάλλοντα επικριτικά ως προς το κλάμα, που ακυρώνουν τα συναισθήματά μας. Έτσι μαθαίνουμε να οχυρώνουμε τον εαυτό μας με αλλεπάλληλα, θεόρατα κι απροσπέλαστα τείχη, που στην ενήλικη ζωή δεν μπορούμε ούτε οι ίδιοι να σπάσουμε.

Πρόκειται για στερεότυπα με τα οποία γενιές και γενιές ανθρώπων γαλουχήθηκαν να ντρέπονται ή να αρνούνται πεισματικά να κλάψουν. Για να μην αναφερθούμε καν στο σ3ξιστικό υπόβαθρο αυτής της άποψης, που θέλει το θηλυκό γένος να κλαίει «σαν γυναικούλα» ή «σαν κοριτσάκι» και το αρσενικό να στέκεται βράχος, «αγαλματάκι αμίλητο, ακούνητο και αγέλαστο» όπως λέγαμε μικροί, μην τυχόν και του «κρεμάσουν κουδούνια» και τον περάσουν για κανένα φλώρο. Και να τα ψυχολογικά από την καταπίεση και το θέατρο χρόνων, και να ο φόβος της δέσμευσης και η έλλειψη επικοινωνίας και ειλικρίνειας που μαστίζουν τις σχέσεις.

Για να έχουμε κύρος και να κερδίζουμε το σεβασμό των άλλων, πρέπει να είμαστε άψυχοι, ατάραχοι με ό,τι συμβαίνει γύρω μας, στον δρόμο, στη δουλειά, στο σπίτι. Λες κι είμαστε μηχανήματα και με διακόπτη ανοίγουμε και κλείνουμε τα συναισθήματά μας, όποτε το θελήσουμε. Φαινόμαστε ψύχραιμοι και κουλ και μέσα μας κυριαρχεί το απόλυτο χάος, η απόλυτη τρέλα, η πλήρης αποδιοργάνωση μυαλού και σώματος και μετά αναρωτιόμαστε πως μας βρήκαν τα αυτοάνοσα και τα ψυχοσωματικά. Έλα ντε;

Η ζωή είναι πολύ μικρή για να βασανιζόμαστε για το τι θα πούνε οι άλλοι και για την εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς. Ας ζήσουμε τη ζωή που θέλουμε, ας νιώθουμε χαρούμενοι και γεμάτοι με τις επιλογές μας και ας ψιθυρίζουν οι άλλοι πίσω από την πλάτη μας για το πόσο αδύναμους μας θεωρούν. Εγώ ξέρω πως αδυναμία είναι να κρύβεσαι πίσω από τα λάθη τρίτων, να τους κρίνεις για τις επιλογές τους και τη συμπεριφορά τους, για να δικαιολογήσεις τη δική σου ανιαρή και ψεύτικη ζωή. Και πείτε ό,τι θέλετε!

Συντάκτης: Άντρεα Λαζαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά