Μιλάμε συχνά για εκείνο το χιλιοειπωμένο «σε ξεπέρασα». Τη συνειδητοποίηση πως πέρασες όλα τα στάδια και μπορείς τελικά να βλέπεις έναν άνθρωπο να περνά από δίπλα σου και να μη νιώθεις πως τα γόνατά σου γίνονται σκόνη ως δια μαγείας. Έχουμε καθίσει ποτέ όμως, να αναλογιστούμε πρώτα ρωτώντας εμάς τους ίδιους, αν λέμε την αλήθεια, ή αν έχουμε επιλέξει να παγώσουμε συναισθήματα μέσα μας, μόνο και μόνο γιατί ο φόβος έκφρασής τους μας πνίγει; Αν με ρωτάς, το δεύτερο το έχω φάει με το κουτάλι και δε γνωρίζω πώς βγαίνει κανείς από τον βούρκο αυτό. Ξέρω μόνο πώς είναι να επιβιώνεις παριστάνοντας τον χαλαρό και συμφιλιωμένο με τα χάλια σου, τα χάλια που δυο άνθρωποι -κάποτε ερωτευμένοι- πέτυχαν.

Παίζουμε θέατρο καθημερινά, κάνουμε πως η ιστορία τελείωσε και βρισκόμαστε είτε σε νέες σχέσεις, παντελώς αδιάφορες, είτε παραμένουμε μόνοι χωρίς να παραδεχτούμε πως δεν περιμένουμε έναν νέο έρωτα, αλλά εκείνον τον παλιό.  Θλιβερό και τόσο σύνηθες οι σκέψεις σου να καταλήγουν κάθε φορά στο ίδιο πρόσωπο, με το ίδιο γαμώτο στα χείλη, που σε νικάει ξανά και ξανά. Καμιά κουβέντα και καμία λογική τοποθέτηση δεν είναι αρκετή για να σε πείσει να προχωρήσεις, να δεχτείς το σενάριο λήξης και να πας παρακάτω. Αν έφταιξε ο άλλος, πόσο πόνεσες, ή πόσο σκατά μπορεί να φέρθηκες εσύ ο ίδιος. Όλα ακούγονται ηλιθιότητες που πέφτουν στο τραπέζι για να σου χρυσώσουν το χάπι, πως όλα για κάποιο λόγο έγιναν, δεν ήταν αυτός για σένα κι άλλες τέτοιες ηλιθιότητες που κάνουν τα μάτια σου να βουρκώνουν, γιατί σε πνίγει το δικό σας άδικο, όχι η θλίψη.

Δε θα ευχόμουν σε κανέναν άνθρωπο να ζει μ’ ένα τέτοιο παράσιτο μέσα του, είναι βασανιστικό, βάρβαρο. Να σου λείπει κάποιος που δεν ξέρεις καλά-καλά τα βασικά πια για τη ζωή του. Πώς είναι, αν είναι ευτυχισμένος, αν έστω λίγο κι ο ίδιος αισθάνεται όπως εσύ. Κι όσο λες πως θα περάσει, στην επόμενη στροφή η σκέψη είναι και πάλι εκεί. Πρόκειται για το σενάριο που πιστεύω πως κοντράρει στο μέγιστο αυτό το «ο έρωτας με έρωτα περνάει». Τόσοι πέρασαν, τόσοι έφυγαν, ακόμα εκεί είναι φίλε μου, άθικτος κι ανενόχλητος. Σου χαλάει την ηρεμία όταν την έχεις ανάγκη πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο, σε πετυχαίνει ευάλωτο κι αδύναμο να χαζεύεις φωτογραφίες που δηλώνεις πως έχεις διαγράψει. Κι ο κύκλος συνεχίζεται κι ίσως φλερτάρεις, ίσως δείχνεις πολύ χαρούμενος, πολύ μακριά από εκείνα τα περασμένα, τα καθόλου ξεχασμένα ταυτοχρόνως.

Η επόμενη φάση είναι αυτή που γεννάει τα περισσότερα ερωτηματικά· αν τόσο καίγεσαι, γιατί δεν το σηκώνεις το ρημάδι να πάρεις ένα τηλέφωνο; Να τα πεις, να ηρεμήσεις κι ίσως την επόμενη μέρα ξυπνήσεις ελαφρύτερος. Ο καημός σου σταματάει εκεί που αρχίζει ο φόβος σου για την απόρριψη ή μήπως τελικά το απολαμβάνεις να πονάς; Δεν έχω όλες τις απαντήσεις. Θα πω μονάχα πως θα προτιμούσα να κλαίγομαι για το ότι μου λείπει κάποιος, όχι επειδή δε με θέλει κιόλας. Πάει πολύ κι εύκολα δε χωνεύεται όταν το μυαλό σου φτιάχνει εικόνες με τους δυο σας μαζί. Σωστό ή λάθος, κανείς δεν είναι αρμόδιος να μας πει, μακάρι να υπήρχε να του λέγαμε τον πόνο μας. Το βέβαιο είναι πως όταν η ψυχή βαραίνει από κάτι φευγιά που ποτέ δεν αποδεχτήκαμε, γίνεται φυγόπονη και θέλει να γλιτώσει με τις λιγότερες δυνατές πληγές.

Αν μπορώ να κλείσω με μια προτροπή, που ίσως γίνεται προσευχή πολλές φορές, είναι να μιλάμε όταν θέλουμε. Να ζητάμε συγγνώμη, να λέμε πως τους θέλουμε πίσω κι ας μας πόνεσαν κι ας τους πονέσαμε εμείς. Ίσως είχαμε λιγότερες πληγές, περισσότερα happy end, ίσως είχαν γίνει επιτέλους πραγματικότητα όλα εκείνα τα “αν” που αφήσαμε στον πάγο. Να μιλάτε, για να μη χτυπάτε το κεφάλι σας μια μέρα, που τους αφήσατε να φύγουν.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου