«Πολλοί θα ακούσουν αυτά που λες. Οι φίλοι θα ακούσουν με προσοχή αυτά που λες. Οι καλοί φίλοι θα ακούσουν αυτά που δε λες.» «Ο φίλος σου είναι ο άνθρωπος που ξέρει τα πάντα για σένα και, παρ’ όλα αυτά, ακόμα σε έχει στην καρδιά του.» «Το μεγάλο προνόμιο, η ανακούφιση και παρηγοριά της φιλίας, είναι ότι δε χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα.»

Λίγες μόνο φράσεις από γνωστά –και μη– άτομα είναι αρκετές για να μας κάνουν να αναλογιστούμε πόσο σημαντική είναι η αξία μιας πραγματικής φιλίας και πόσο τυχεροί είμαστε εμείς που έχουμε αληθινούς φίλους.

Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι μεγαλώνοντας δυσκολεύονται να δημιουργήσουν νέες φιλικές επαφές ή ακόμη και να κρατήσουν στην καθημερινότητά τους τις παλιές.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μια αναδρομή στα μαθητικά χρόνια και μετά συνεχίζοντας, ας πάμε στα φοιτητικά, στην ενηλικίωση και στην κατάσταση της ολοένα αυξανόμενης ανάληψης ευθυνών από μέρους του ώριμου και κατασταλαγμένου πλέον τριαντάρη. Πάμε!

Στο δημοτικό αρκεί ένα «Θες να γίνουμε φίλοι;» και κάνεις παρέα με όλους. Στην εφηβεία και λίγο μετά, κάπου στα 16 σου ή στα 18 σου, είχες το παιδικό κολλητάρι σου και την παρέα του σχολείου, με την οποία περνούσατε ατέλειωτα βράδια σε κάποιο στέκι σας ή μαζευόσασταν στο σπίτι αυτού που είχε τον μεγαλύτερο χώρο. Εκεί ξεκινούσατε τα πειράγματα, τα γέλια, τη σάτιρα καθηγητών –αλλά και κοινών σας γνωστών–, παραγγέλνατε πίτσα ή κοτομπουκιές απ’ την πιτσαρία δίπλα σας, βάζατε ταινίες, παίρνατε τηλέφωνα με απόκρυψη για να ακούσετε τη φωνή του προσώπου που τότε σας είχε πάρει τα μυαλά.

Ήταν κι οι μέρες που πήγαινες στο σπίτι του καλύτερού σου φίλου και συζητούσατε τα θέματα που σας απασχολούσαν τότε. Πώς πάει το διάβασμα με την Ιστορία κατεύθυνσης, πότε σου έστειλε ο Θάνος, τι απάντησες στη Λίζα, γιατί τσακώθηκες με τους δικούς σου κι άλλα τέτοια.

Κι, απ’ την άλλη, ήταν κι αυτές οι μέρες που βγαίνατε κι αράζατε σε εκείνη την παραλία, που σε τέτοιου είδους μαζώξεις μάλλον επικρατούσαν οι χυμοί, οι γρανίτες κι οι σοκολάτες, ενώ ο πιο προχωρημένος ίσως κουβαλούσε στα κρυφά κανένα κουτάκι μπίρας. Και, φυσικά, πάντοτε ήσασταν έτοιμοι κι ανοιχτοί για να γνωριστείτε με τη διπλανή παρέα, να ανταλλάξετε ονόματα και κινητά και στο επόμενο άραγμα να καθίσετε όλοι μαζί, επεκτείνοντας τον κύκλο σας (μεταφορικά και κυριολεκτικά).

Μετά, πέρασες στη σχολή που πάντα ονειρευόσουν, κι από τότε –και για διάστημα περίπου πέντε χρόνων– μετρούσες και προσέθετες άτομα συνεχώς στη δεξαμενή των φίλων σου. Στα αμφιθέατρα συνήθιζες να αγνοείς τον καθηγητή και τη γλυκανάλατη διάλεξή του. Ναι, το ξέρω, δεν έφταιγες εσύ, πάντα κάποιο θέμα προέκυπτε που σου ρουφούσε όλη την ενέργεια και το ενδιαφέρον σου. Καθημερινά μάζευες κόσμο, από πέντε άτομα και πάνω, και πηγαίνατε για τσίπουρα, για ρακόμελα, για χορό (αν προέκυπτε). Ο καφές ήταν καθημερινή σας εμπειρία κι ήταν δεδομένο ότι μετά τη σχολή, όλοι καταλήγατε σε μία από αυτές τις τρεις αγαπημένες σας καφετέριες. Ήσασταν όλοι διαθέσιμοι (σχεδόν) εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.

Μετά όμως, κάπου γύρω στα 24, ξεκίνησες να μαζεύεσαι. Πλέον υπήρχαν και μέρες που δεν έβγαινες έξω το βράδυ, κανόνιζες ώστε το ψυγείο σου να ‘ναι αξιοπρεπώς εξοπλισμένο, η κάβα σου είχε δυο-τρεις κλασικές επιλογές και δεν απευθυνόταν πλέον σε όλα τα γούστα, ενώ τα πάνω ράφια της βιβλιοθήκης σου έδειχναν πιο γεμάτα από ποτέ, από βιβλία αυτογνωσίας και βήματα για να στήσεις τη δική σου επιχείρηση. Ο υπολογιστής σου ήταν συνεχώς γεμάτος με παράθυρα σχετικά με αγγελίες εργασιών κι η ατζέντα σου δεν είχε πια σημειωμένα φεστιβάλ, συναυλίες και παρασκευιάτικα πάρτι. Κι έχει και συνέχεια.

Βρίσκεις μετά από πολύ κόπο, κάπου στα 30 σου, τη δουλειά των ονείρων σου, καταφέρνεις να εξελιχθείς και να εκφραστείς μέσα από αυτή, βρίσκεις μετά από ακόμη περισσότερο κόπο τον άνθρωπό σου, φτιάχνετε μαζί μια όμορφη κι ισορροπημένη οικογένεια, καταφέρνεις, ωστόσο, μετά βίας να συναντήσεις τον κολλητό σου για ένα καφέ, δύο φορές τον μήνα, ενώ ίσα που προλαβαίνεις να μιλήσεις στο τηλέφωνο, για λίγο περισσότερο από δέκα λεπτά, με δύο-τρεις ακόμα καλούς σου φίλους. Νέοι φίλοι; Νέες προσωπικότητες στη ζωή σου; Κι όλοι οι υπόλοιποι; Όλοι οι υπόλοιποι μπαίνουν αυτόματα στο πεδίο των απλών γνωστών.

Οι ειδικοί λένε ότι όσο προχωράμε στη μέση ηλικία κι αφήνουμε πίσω μας τις μέρες της αναζήτησης και της περιπέτειας, οι προτεραιότητές μας αλλάζουν, το πρόγραμμά μας είναι απαιτητικό, οπότε μοιραία γινόμαστε και πολύ πιο επιλεκτικοί σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους που αποκαλούμε φίλους μας.

Όσο, λοιπόν, κοινωνικοί κι αν παραμένουμε σε κάθε περίοδο της ζωής μας, συνήθως εκδηλώνουμε την τάση να δενόμαστε περισσότερο με ανθρώπους με τους οποίους έχουμε περάσει πολλά. Ίσως γιατί με τους παλιούς φίλους δε χρειάζεται να εξηγείς ή να επαναδιαπραγματεύεσαι τις καινούργιες εκδοχές του εαυτού σου. Εκείνοι θυμούνται πάντα την παλιά εκδοχή σου, θυμούνται ότι ήσουν ντροπαλός κι ότι πάντα έφτιαχνες τις καλύτερες κρέπες στην παρέα.

Πολλοί άνθρωποι, εν τέλει, φαίνονται να ‘χουν ένα εσωτερικό ξυπνητήρι που απ’ τα 30 και μετά χτυπάει μόνο για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής κι αποτρέπει απ’ την εξερεύνηση του όποιου άγνωστου ανθρώπου ή κατάστασης γενικότερα. Υπάρχουν κι αυτοί, όμως, που συνεχίζουν να βλέπουν τη ζωή τους σαν ένα μεγάλο ραντεβού στα τυφλά, που συνεχίζουν να εξελίσσονται, που συνεχίζουν να ‘ναι παραγωγικοί στη δουλειά τους, πιστοί στην οικογένειά τους, που φτιάχνουν νέους φίλους –όταν τους παρουσιαστεί μία ευκαιρία–, που συνεχίζουν να βλέπουν τη ζωή σαν οδηγοί σε ένα ιστιοπλοϊκό κι όχι σαν επιβαίνοντες σε ένα βαγόνι του μετρό.

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη